Αντίπαρος: Ταξίδι στο κέντρο των Κυκλάδων με άρωμα ’60s

Του Νεκτάριου B. Νώτη

Ομολογώ ότι δεν είμαι από τους φανατικούς των νησιών της άγονης γραμμής. Κι όταν λέω άγονη γραμμή, δεν εννοώ μόνο αυτά, για τα οποία χρειάζεσαι πάνω από 10 με 12 ώρες για να φτάσεις.

Εννοώ όλα τα μικρά νησιά των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, τα οποία – δεκαετίες τώρα – ζούσαν στη σκιά των πιο διάσημων και πλέον έχουν γίνει και αυτά μόδα... έχουν κατακλυστεί από “εναλλακτικούς” - πραγματικούς και δήθεν – ταξιδευτές, χωρίς να έχουν τις ανάλογες υποδομές για να τους εξυπηρετήσουν (δεν θα αναφέρω ονόματα νησιών εν μέσω της τουριστικής περιόδου).

Μια τέτοια εικόνα είχα και για την Αντίπαρο. Δεν σας κρύβω, μάλιστα, ότι – όντας καλεσμένος από φίλους – πήγα με πολύ χαμηλές προσδοκίες για το νησί. Επειδή, όμως, η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, αρκούσε η θέα της χώρας του νησιού από την Πούντα της Πάρου, για να πεισθώ περί του αντιθέτου.

Η παντόφλα δεν κάνει πάνω από έξι με επτά λεπτά για να σε περάσει απέναντι και – όσο πλησιάζεις – τόσο γοητεύεσαι από το τοπίο, που αντικρίζεις. Ένα τοπίο τόσο γραφικό, ώστε να σε ταξιδεύει δεκαετίες πίσω, όσο και ατημέλητα σύγχρονο, ώστε να μη χάνει τη γραφικότητά του.

Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο νησί, βρεθήκαμε στον “Ελιά καφενέ”. Εκεί μας είπαν να περιμένουμε και να πιούμε το καφεδάκι μας. Ένα μικρό μαγαζάκι, πίσω από το περίπτερο του λιμανιού με τον αγενέστατο ιδιοκτήτη : “Μόνο οι Γάλλοι ξέρουν να ψωνίζουν πούρα. Ήρθε προχθές ένας και αγόρασε πούρα αξίας 285 ευρώ !”, τον είδα να λέει με περίσσιο θράσος σε έναν Έλληνα, που τόλμησε να αγοράσει ένα απλό και φθηνό καπνό. Δεν ξέρει, όμως, ότι έχει ο καιρός γυρίσματα και – πάνω απ΄ όλα – δεν σκέφτεται ότι υπάρχουν και ανταγωνιστές του πάνω στο κεντρικό δρομάκι της χώρας.

Αφήνω τη μοναδική παραφωνία, και επανέρχομαι στον “Ελιά καφενέ”. Το τρέχουν νέα παιδιά, που σερβίρουν σωστό καφέ και εκπληκτικά πρωινά. Δοκιμάστε ένα από τα πολλά πιάτα με τα αυγά, που σερβίρουν, και είναι πραγματικά “να γλύφεις τα δάχτυλά σου” !

Η πρώτη επαφή με την... ενδοχώρα της χώρας ήρθε μισή ώρα αργότερα, όταν πήγα με το Δημήτρη, που μας φιλοξενούσε, για τα ψώνια της ημέρας. Ένας γραφικός κεντρικός δρόμος, με μαγαζιά κάθε είδους εκατέρωθεν και αύρα δεκαετίας... '60. Μπορεί να βρίσκεις σχεδόν τα πάντα στο νησί, σου δίνεται, όμως, η εντύπωση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει για λίγο.

Νόμιζα ότι θα έβλεπα το Ζάχο Χατζηφωτίου – όταν έκανε την εμφάνισή του για πρώτη φορά στη φτωχή τότε Μύκονο – ή το Δημήτρη Τσίτουρα – όταν έφτανε με τη λάντζα και με λάμπες πετρελαίου στη χωρίς ρεύμα τότε Σαντορίνη. Τα τουριστικά – σε ποιότητα και όψη – καταστήματα κάθε είδους δεν λείπουν, αποτελούν όμως μειοψηφία. Το νησί έχει χαρακτήρα και δεν τον κρύβει.

Ο Άγιος Γεώργιος, όπου μέναμε, απέχει μόλις 12 χιλιόμετρα από τη χώρα. Το τοπίο είναι γεμάτο χαμηλή βλάστηση, αλλά και πολυτελών κατοικιών. Η Αντίπαρος, βλέπετε, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια αγαπημένος προορισμός πολλών εύπορων Ελλήνων και ξένων. Είναι οι “βιλάτοι”, οι οποίοι δεν αφήνουν τους ντόπιους να αξιοποιήσουν τις – πανέμορφες – παραλίες του νησιού και να τις κάνουν οργανωμένες. “Είχαμε βάλει δέκα ομπρέλες σε αυτή την παραλία, απλές ομπρέλες, και μας έκαναν να τις βγάλουμε”. Ποιοι ; “Οι βιλάτοι”, όπως μας εξήγησε κάτοικος του νησιού. Τα νερά στις παραλίες έχουν έντονο τιρκουάζ χρώμα, το οποίο εναλλάσσεται με το μπλε του Αιγαίου.

Πολύ ψιλή και πεντακάθαρη άμμος έξω, γεμάτη αλάτι και με το κρύο του καθαρού νερού η θάλασσα μέσα. Ιδανικός συνδυασμός. Must, η επίσκεψη στο νησάκι του Δεσποτικού, με ακόμα ωραιότερες παραλίες και την πιθανότητα να δείτε τον Τομ Χανκς (έχει σπίτι στην Αντίπαρο και είναι λάτρης του Δεσποτικού). Αυτά στις παραλίες του Σορού και του Αγίου Γεωργίου, όπου πρόλαβα να κάνω μπάνιο.

Στην ταβέρνα στο Σορό περιοριστείτε μόνο σε ό,τι έχει να κάνει αμιγώς με τη θάλασσα (πολύ καλό το χταπόδι στα κάρβουνα, η μαρίδα και ο μαρινάτος γαύρος) και αποφύγετε μαγειρευτά και σάλτσες (κάτω του μετρίου τα γεμιστά και η γαριδομακαρονάδα). Αν κάνετε μπάνιο στον Αϊ Γιώργη, θα φάτε στον πολύ ποιοτικότερο Πιπίνο.

Ανεβαίνοντας λίγο πιο ψηλά στην περιοχή και αν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, θα δείτε τη Φολέγανδρο και τη Σίκινο μπροστά σας και τη Σίφνο στα δεξιά σας. Το βράδυ τονίζει ακόμα περισσότερο το γραφικό χαρακτήρα της χώρας.

Τα κεντρικό σοκάκι σφύζει από κόσμο, που τρώει, πίνει το ποτό του ή απλώς κάνει τη βόλτα του. Σταθερές αξίες στο νησί ο “Παπαγάλος” για φαγητό από το πρωί έως το βράδυ, και για καλό ελληνικό τραγούδι, αν πετύχετε το Δημήτρη στις καλές του, το ιταλικό “Lollo's” και καινούρια άφιξη το αδερφάκι του αθηναϊκού Abreuvoir, “Clair(e) de Lune”, με τιμές προσαρμοσμένες στο νησί, καλή ποιότητα φαγητού, αλλά μεγάλο πρόβλημα στο σέρβις.

Clair(e) de Lune

Μην ξεχάσετε να δοκιμάσετε οπωσδήποτε τα φοβερά παγωτά της Βίκυς. Πραγματικά, δεν έχω φάει καλύτερο !

Το κεντρικό σοκάκι καταλήγει στη γνωστή πλατεία.

Εκεί, όπου θα βρείτε – γραφικά και μη – μπαρ για να πιείτε το ποτό σας και να απολαύσετε τη μουσική, που σας αρέσει, αλλά και να κάνετε μια μικρή βόλτα μέσα στο – κατοικημένο – κάστρο. Εκεί, όπου στην είσοδο του οποίου γυρίστηκε η γνωστή σκηνή της Μανταλένας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Αν κλείσεις τα αυτιά σου στις μουσικές και το θόρυβο, ταξιδεύεις άνετα στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Για τους ξενύχτηδες, υπάρχει το La luna, όνομα και πράγμα “after”. Αυτά πρόλαβα να δω στις 34 ώρες, που βρέθηκα στο νησί.

Θα ξαναπάω, όμως.

Και γιατί θέλω να δω περισσότερα, και γιατί – όταν η παντόφλα απομακρύνεται από το λιμάνι, με προορισμό την Πάρο – η Αντίπαρος σε καλεί...

Σαν να σε τραβάει από το χέρι.

Απόλυτα γοητευμένος.