Μοσκοβισί: Κινδυνεύουμε αν δεν έχουμε συμφωνία για την Ελλάδα σύντομα

Εφικτή μέσα στις επόμενες εβδομάδες είναι μια συμφωνία για τη στήριξη της Ελλάδας,, δήλωσε ο Ευρωπαίος Επίτροπος επί των Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί, μιλώντας στο Ευρωκοινοβούλιο. Παράλληλα τόνισε πως υπάρχουν κίνδυνοι από την καθυστέρηση της συμφωνίας.

«Συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως μια συμφωνία στο επίπεδο των τεχνικών κλιμακίων μέσα στις επόμενες εβδομάδες δεν είναι μόνο δυνατή, αλλά και απαραίτητη για να περιοριστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με μια καθυστέρηση», δήλωσε ο Πιέρ Μοσκοβισί μιλώντας στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο.

Τόνισε πάντως ότι η επίτευξη μιας συμφωνίας απαιτεί «δύσκολες πολιτικές επιλογές».

Η Αθήνα οδεύει προς την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της για φέτος και για το 2018

Πριν επιστρέψει στις Βρυξέλλες για να συμμετάσχει στις συνομιλίες που συνεχίζονται εκεί ανάμεσα στην Ελλάδα και τους πιστωτές της πριν από την τακτική συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης την Παρασκευή, ο Πιέρ Μοσκοβισί δήλωσε προς τους ευρωβουλευτές ότι η Ελλάδα έχει ήδη κάνει πολλές προσπάθειες οι οποίες πρέπει να αναγνωρισθούν.

Ο Ευρωπαίος επίτροπος δήλωσε πως η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ελλάδα επέτυχε πέρυσι ένα πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 3% του ΑΕΠ, πολύ υψηλότερο απ' αυτό που απαιτούσαν οι δανειστές, οι οποίοι είχαν θέσει στόχο 0,5% για το 2016.

Ο Πιέρ Μοσκοβισί επανέλαβε πως η Αθήνα οδεύει επίσης προς την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της για φέτος και για το 2018, οπότε και θα τερματισθεί το πρόγραμμα στήριξης ύψους 86 δισ.

«Το ΔΝΤ καθυστερεί τη συμμετοχή του στο ελληνικό σχέδιο διάσωσης», σημειώνει η Le Soir

«Το ΔΝΤ καθυστερεί τη συμμετοχή του στο ελληνικό σχέδιο διάσωσης», σημειώνει, σε ρεπορτάζ της, η βελγική εφημερίδα Le Soir, παραπέμποντας σε εμπιστευτικό υπόμνημα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), με το οποίο καταρρίπτει την «απαισιόδοξη οπτική» του ΔΝΤ. Ο ESM, ωστόσο, με ανάρτησή του στο Twitter, αρνείται πως το εν λόγω έγγραφο αποτελεί υπόμνημα του ESM. 

Ειδικότερα, στο δημοσίευμα της Le Soir αναφέρεται πως από την έναρξη του τρίτου σχεδίου διάσωσης της Ελλάδας, το καλοκαίρι του 2015, το ΔΝΤ δεν έχει σταματήσει να δημοσιεύει σημειώματα, με τα οποία εκφράζει την άποψη ότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας δεν θα καταστούν ποτέ βιώσιμα, χωρίς μία σημαντική ελάφρυνση του χρέους, συμπληρώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι, εκνευρισμένοι από αυτές τις δημοσιεύσεις, είναι αποφασισμένοι να αντιταχθούν στα όσα υποστηρίζει το ΔΝΤ. «Γι' αυτό και ο ΕSM, σε επίσημο υπόμνημά του με ημερομηνία 23 Μαρτίου, -το οποίο δεν υπήρχε η πρόθεση να δημοσιοποιηθεί, αλλά στο οποίο η Le Soir κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση- αμφισβητεί με μεγάλη ακρίβεια τις αριθμητικές αναλύσεις του ΔΝΤ, το οποίο συστηματικά υιοθετεί μία απαισιόδοξη οπτική στις δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας», τονίζει. Το κύριο επιχείρημα του συγκεκριμένου υπομνήματος, επισημαίνει ο συντάκτης, είναι ότι το ΔΝΤ δεν έχει προσαρμόσει τις προβλέψεις του, παρά το γεγονός ότι η δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας αποδείχθηκε πολύ πιο θετική από ό,τι προέβλεπαν οι στόχοι του σχεδίου διάσωσης το 2015. «Παρά τα αντικειμενικά καλύτερα, σε σχέση με τα αναμενόμενα, στοιχεία που παρατηρούνται, το ΔΝΤ άρχισε να αποκλίνει σημαντικά από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε σχέση, τόσο με τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, όσο και με τις δημοσιονομικές προβλέψεις, δύο κρίσιμες μεταβλητές για την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους», υποστηρίζει το υπόμνημα που έχει στη διάθεσή της η εφημερίδα. 

Συνεχίζοντας, ο συντάκτης, επικαλούμενος πολλές πηγές, υπογραμμίζει πως αυτή η επιμονή του ΔΝΤ, όμως, να παρουσιάζει μία μαύρη οπτική, κόντρα στα αντικειμενικά στοιχεία, δεν είναι το μόνο σημάδι μίας πρόδηλα κακής θέλησης, δεδομένου ότι ο Πολ Τόμσεν προβάλλει συνεχώς νέες απαιτήσεις στους Έλληνες, κάθε φορά που ικανοποιούνται οι προηγούμενες. «Μία εντελώς απαράδεκτη απαίτηση, η οποία και απορρίφθηκε, ήταν η μείωση κατά 40% των συντάξεων», αναφέρει ενδεικτικά μία πηγή, ενώ πιο πρόσφατα οι απαιτήσεις του ΔΝΤ έχουν εστιάσει στους διαρθρωτικούς δημοσιονομικούς στόχους για τα χρόνια μετά το τέλος του προγράμματος, ζητώντας την αύξησή τους στο 3,5%, αντί για 2,5, για το 2019.