Η Ελληνίδα μάνα

Έφυγα από το σπίτι μου δεκαοκτώ χρονών. Τη συγκεκριμένη μέρα τη θυμάμαι σαν και σήμερα. Ήταν από τις πιο σημαντικές της ζωης μου, την περίμενα πως και πως. Ήταν η μέρα που άφηνα πίσω το έτοιμο φαγητό, τα στρωμένα σεντόνια, την μητρική φροντίδα. Ήμουν κατενθουσιασμένος, όσο κι αν η σχέση μου με τη μητέρα μου ήταν κάτι παραπάνω από καλή, μια και η μικρή διάφορα ηλικίας μας μας έκανε περισσότερο φίλους παρά συγγενείς. Για ένα αγόρι ο απογαλακτισμός, η αποδέσμευση από το σπίτι, είναι η αρχή της ενήλικης ζωης του, η έξοδος του στην αλήθεια του κόσμου. Είναι η στιγμή που αναλαμβάνει τα χαλινάρια του ανδρισμού του και μπαίνει σε μια επικράτεια ευθυνών, αυτάρκειας, περιπέτειας και ελευθερίας.

Σίγουρα η σχέση μου με την μάνα μου δεν εμπίπτει στο κλασικό μοτίβο σχέσης του Έλληνα άντρα με τη μητέρα του. Κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μας η επαφή μας ήταν ανέκαθεν εντελώς ισότιμη, σαν δυο φίλων που μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα και συμβουλεύουν ο ένας τον άλλο, ακολουθώντας φυσικά ο καθένας το δικό του δρόμο στη ζωή. Οπότε έχω ένα λόγο παραπάνω να απορώ με την ψυχαναγκαστικά «αυτοκόλλητη» σχέση του Έλληνα άντρα με την γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο.

Όταν δεκαοκτάχρονος έφευγα από το σπίτι μου δεν ήμουν η εξαίρεση. Πολλά αγόρια της γενιάς μου έκοβαν από νωρίς τον ομφάλιο λώρο. Αυτά συνέβαιναν όμως πριν από κάποιες δεκαετίες. Σήμερα – για πολλούς και ποικίλους λόγους, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Υπάρχουν άντρες οι όποιοι –όχι στα δεκαοκτώ, ούτε στα είκοσι, αλλά ακόμη και στα τριάντα κάτι-, δεν έχουν ακόμη απομακρυνθεί από το φουστάνι της μαμάς, ούτε καν… χωροταξικά, μια και εξακολουθούν να μένουν με την οικογένεια τους.

Συνήθως πως ο κύριος λόγος είναι οι οικονομικές δυσκολίες, η κρίση Κάνεις δεν αμφισβητεί τη σημασία της εποχής,η  διαφορά είναι ότι τότε υπήρχε όμως η ζωτική ανάγκη αποδέσμευσης, η εσωτερική διάθεση να σπάσεις τα δεσμά και να παίξεις τη δική σου ζαριά, μόνος σου, σόλο, χωρίς δεκανίκια, δίχως την διαρκή ομπρέλα της μητρικής προστασίας, όσο κι αν τα κίνητρα αυτής ήταν κίνητρα αγάπης και φροντίδας.

Μέγα ρόλο σε αυτή τη νέα κατάσταση παίζει βέβαια η ιδιοσυγκρασία της μάνας. Ίσως δεν υπάρχει κανένας άλλος λαός στον κόσμο γα τον όποιο η λέξη «μάνα» να είναι τόσο φορτισμένη. Η Ελληνίδα μάνα είναι σχεδόν… θεσμός.

Πρόκειται για μια αγιοποιημένη, τοτεμική φιγούρα που θα βρίσκεται στην κορυφή του προσωπικού εικονοστασίου κάθε ενήλικα, δεν μπα να ’χει κάνει τρεις γάμους και να ’χει ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, το 56% των άντρων στην ηλικία 25-34 παραδέχεται ότι η «μαμά» είναι η γυναίκα που θα αγαπούν πάντα περισσότερο. Μάλιστα οι Θεσσαλονικείς βρίσκονται στην κορυφή της λίστας με άνω του 60% να δηλώνει πως η κάρδια του ανήκει για πάντα στη μανούλα του… Χαλαρά…

Η σχέση είναι φυσικά αμφίδρομη: και η καρδιά της μανούλας ανήκει στον κανακάρη της: «Καμία δεν θα σ΄ αγαπήσει όπως εγώ», του κτυπάει τη φράση σαν τατουάζ στο στήθος κι εκείνος το φέρει ανεξίτηλα και αιωνίως.

Αν θα θέλαμε να εισδύουμε στα έγκατα αυτής της βαθιά εξαρτησιογόνας σχέσης θα μεταφερόμασταν σε ένα φροϋδικό παράδεισο προβολών, μεταθέσεων, απωθήσεων, ενοχών… Η ουσία είναι ότι το δίδυμο Ελληνικό αρσενικό, Ελληνίδα μαμά, είναι μπετόν αρμέ. Ο καθυστερημένος, ή και ανύπαρκτος απογαλακτισμός παράγει άντρες έτοιμους για όλα, εκτός από ατό να χαλάσουν το χατίρι της μητερούλας.

«Όλα για τη μητέρα μου», όπως έλεγε και μια γνωστή ταινία. 

Βιογραφικό

Ο Αλέξης Σταμάτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και έκανε μεταπτυχιακά Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Έχει γράψει είκοσι ένα βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα, βιβλίο για παιδιά, νουβέλες, ποίηση).

Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο έβδομος ελέφαντας (1998), εκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Το Μπαρ Φλωμπέρ (πρώτη έκδοση, 2000) εκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Σερβία. Η Αμερικάνικη φούγκα (2006) κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και εκδόθηκε στις ΗΠΑ. Η Μητέρα Στάχτη (2005) εκδόθηκε στις ΗΠΑ και στην Τουρκία. Το πρώτο του παιδικό μυθιστόρημα, Ο Άλκης και ο λαβύρινθος (2009), τιμήθηκε με το Πρώτο Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου.

Ο μονόλογός του Τελευταία Μάρθα παίχτηκε το 2008 στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας». Δυο μονόλογοί του με τίτλο Γένεση ανέβηκαν το 2009 στο «Θέατρο Χώρα». Το θεατρικό του έργο Δακρυγόνα παρουσιάστηκε το 2010 στο «Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας», όπου το 2012 ανέβηκε και το θεατρικό του Σκότωσε ό,τι αγαπάς.