Εξαρθρώθηκαν δύο κυκλωμάτα αρχαιοκαπηλίας – Βαρύτατες κατηγορίες εις βάρος των 39 συλληφθέντων

Εξαρθρώθηκαν δύο κυκλωμάτα αρχαιοκαπηλίας – Βαρύτατες κατηγορίες εις βάρος των 39 συλληφθέντων

Κατασχέθηκαν 1.800 αρχαιολογικά ευρήματα

Την πόρτα της 3ης ειδικής ανακρίτριας Θεσσαλονίκης θα αρχίσουν να περνούν τμηματικά από αύριο μέχρι και την Κυριακή, προκειμένου να απολογηθούν, οι 39 συλληφθέντες οι οποίοι κατηγορούνται ως μέλη δύο κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας που έκαναν ανασκαφές σε διάφορες περιοχές της χώρας, στέλνοντας τα αρχαία ευρήματα σε οίκους δημοπρασιών του εξωτερικού.

Η εισαγγελέας ποινικής δίωξης απήγγειλε εις βάρος τους συνολικά 12 κατηγορίες που κατά περίπτωση αφορούν τις εξής πράξεις: διεύθυνση, συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, υπεξαίρεση μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αποδοχή και διάθεση μνημείων που αποτελούν προϊόντα εγκλήματος, παράνομη εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, παράνομη ανασκαφή, απλή συνέργεια στην προηγούμενη πράξη, κατοχή και χρήση ανιχνευτή μετάλλων, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, παράνομη οπλοκατοχή.

Ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκονται και τα αποκαλούμενα «διευθυντικά» στελέχη των κυκλωμάτων, όπως επίσης και ένας σωφρονιστικός υπάλληλος. Είχε προηγηθεί πολύμηνη διεθνική έρευνα της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Πατρών που κορυφώθηκε τα προηγούμενα 24ωρα με τις συλλήψεις των εμπλεκόμενων προσώπων σε όλη σχεδόν την Ελλάδα.

Όπως ανακοίνωσε η ΕΛ.ΑΣ., κατασχέθηκαν 1.800 αρχαιολογικά ευρήματα, στα οποία περιέχονται πλήθος νομισμάτων διάφορων περιόδων και εκδόσεων, ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα ειδώλια, καθώς και διάφορα αντικείμενα υπό μορφή αρχαίων προσωπείων και περικεφαλαίων, εκ των οποίων τα 800 βρέθηκαν σε έρευνες στη Γερμανία. Τα κατασχεθέντα αρχαία βρίσκονται υπό μακροσκοπική εξέταση από υπαλλήλους της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης που θα αποφανθούν σε μεταγενέστερο χρόνο για την ακριβή αρχαιολογική τους αξία.

Πώς δρούσε το κύκλωμα

Η εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε με δομή και ιεραρχία και πιο συγκεκριμένα στο κατώτερο στάδιο ιεραρχίας του κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας, βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι, που είτε μεμονωμένα είτε οργανωμένα σε υποομάδες, με τη χρήση κατάλληλων μηχανημάτων ανίχνευσης υπεδάφους και σκαπτικών εργαλείων προέβαιναν στη διενέργεια παράνομων ανασκαφών και ερευνών με σκοπό την αποκάλυψη και κλοπή αρχαιολογικών ευρημάτων. Με τη χρήση των ανιχνευτών μετάλλων που κατείχαν οι κατηγορούμενοι, πραγματοποιούσαν έρευνες κατά τις οποίες αποκάλυπταν και αφαιρούσαν μεταλλικά αρχαία αντικείμενα ως επί τον πλείστον αρχαία νομίσματα.

Στο επόμενο στάδιο ιεραρχίας, βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι στους οποίους επιδεικνύονται αρχικά τα παρανόμως ανευρεθέντα αρχαιολογικά ευρήματα είτε διά ζώσης είτε σε φωτογραφίες, ακολούθως προέβαιναν στην αρχική εκτίμηση της αξίας τους και εν συνεχεία τους ανατίθεται η περαιτέρω διάθεση τους. Οι μεσάζοντες έχοντας εκτιμήσει την αξία των υπό διακίνηση αρχαίων αντικειμένων, έρχονταν σε επαφή με τον υποψήφιο αγοραστή με τον οποίο συνεργάζονταν, του περιέγραφαν κωδικοποιημένα τις αρχαιότητες ή του απέστελλαν φωτογραφίες αυτών μέσω διαδικτυακών εφαρμογών επικοινωνίας και, αν οι δύο πλευρές συμφωνούσαν στην προσφερόμενη τιμή, ολοκλήρωναν την αγοραπωλησία.

Στο υψηλότερο στάδιο ιεραρχίας, βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι που αγόραζαν τις αρχαιότητες τις οποίες αφού συγκέντρωναν, τις εξήγαγαν από την Ελλάδα και τις παρέδιδαν σε οίκους δημοπρασιών ή σε συνεργούς τους με σκοπό τη διάθεσή τους. Αυτοί οι κατηγορούμενοι είχαν αποκτήσει εξειδικευμένες αρχαιολογικές γνώσεις σχετικά με τη χρονολόγησή τους, τους τύπους των παραστάσεων που φέρουν μερικά από αυτά και την αξία αντίστοιχων αντικειμένων που έχουν διακινηθεί στο παρελθόν ως σημείο αναφοράς. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχαιοτήτων που αγόραζαν ήταν αρχαία νομίσματα και γενικά μικρά αντικείμενα, τα οποία πωλούνταν στο εξωτερικό κυρίως σε οίκους δημοπρασίας.

Η επικοινωνία μεταξύ των μελών πραγματοποιούνταν κυρίως με αυτοπρόσωπες συναντήσεις σε προκαθορισμένα σημεία, ενώ σε τηλεφωνικές συνομιλίες χρησιμοποιούσαν κωδικοποιημένες εκφράσεις και ορολογία που είχαν συμφωνήσει σε προγενέστερο χρόνο λόγω της χρόνιας συνεργασίας τους και οι οποίες πολλές φορές παρέπεμπαν σε αντικείμενα που έχουν σχέση είτε με τη νόμιμη επαγγελματική τους δραστηριότητα, είτε με αντικείμενα που απαντώνται στις αντίστοιχες περιοχές.

Σε έναν οίκο δημοπρασίας εξωτερικού διαπιστώθηκε να εργάζεται Έλληνας υπήκοος ο οποίος έχει συλληφθεί κατά το παρελθόν στην Ελλάδα για αρχαιοκαπηλία και μέσω αυτού διακινούνταν τα αρχαία νομίσματα που είχαν εξαχθεί παράνομα.