Το δικαίωμα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκεί αναίρεση σε υποθέσεις αλλά και βουλεύματα που αφορούν σε κατάχρηση δημοσίου χρήματος και σχετίζονται με τον νόμο περί καταχραστών 1608/50, ο οποίος επισύρει ποινή έως και ισόβια κάθειρξη, ήρθε να «σφραγίσει» με βούλευμα της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, κάνοντας δεκτή την εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νίκου Παντελή αποφάνθηκε ότι ο εκάστοτε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου «δικαιούται να ασκήσει αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, το οποίο «εκδίδεται κατ΄ α εφαρμογή του άρθρου 308 Κώδικά Ποινικής Δικονομίας και αφορά εγκλήματα που περιγράφονται στο άρθρο 1 του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου».
Οι αρεοπαγίτες σημειώνουν ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει τη δυνατότητα να ασκεί αναίρεση και σε βουλεύματα που είναι αμετάκλητα για τους διαδίκους, αλλά και σε αυτά ακόμη που δεν παρέχεται η δικονομική δυνατότητα στον κατηγορούμενο να ασκήσει αναίρεση.
Και αυτό γιατί ο εισαγγελέας, σύμφωνα με το Σύνταγμα, είναι ισόβιος δικαστικός λειτουργός και «λειτουργεί ως αμερόληπτο όργανο της Δικαιοσύνης και την απονομή του δικαίου και δεν εξομοιώνεται ούτε ταυτίζεται με το διάδικο, σε κάθε δε περίπτωση δεν θεωρείται αντίδικος του κατηγορούμενου».
Αφορμή για να ασχοληθεί ο Άρειος Πάγος με το θέμα στάθηκε υπόθεση διεκδίκησης έκτασης περίπου 38.000 στρεμμάτων στην Σκύρο από την Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας του Αγίου Όρους, που τελικά κρίθηκε ότι ανήκει σε εκείνην και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο.