Εικονική πραγματικότητα και ρομποτική στην υπηρεσία της θεραπευτικής άσκησης

Εικονική πραγματικότητα και ρομποτική στην υπηρεσία της θεραπευτικής άσκησης

Διεξάγεται συνέδριο στο ΑΠΘ 12-14 Απριλίου

Η εικονική πραγματικότητα και η ρομποτική έχουν τεθεί πλέον στην υπηρεσία της θεραπευτικής άσκησης. Ασκήσεις σωματικής ενδυνάμωσης σε συνδυασμό με νοητικές ασκήσεις μέσω εικονικής πραγματικότητας χρησιμοποιούνται για την εκπαίδευση αθλητών, γιλέκα ανιχνεύουν τις μυικές αντιδράσεις νευρολογικών ασθενών και τους βοηθούν να κινήσουν αντικείμενα με τη σκέψη, ενώ ηλεκτρονικές σόλες δείχνουν πόσο βαδίζει κάποιος, με τι ταχύτητα και με ποια ισορροπία.

Η «Εφαρμογή μεθόδων εικονικής πραγματικότητας - ρομποτικής στη θεραπευτική γύμναση» αποτέλεσε το θέμα της διάλεξης του καθηγητή Ιατρικής Φυσικής και Πληροφορικής στην Ιατρική Εκπαίδευση στο Εργαστήριο Ιατρικής Φυσικής της Ιατρικής του ΑΠΘ, Παναγιώτη Μπαμίδη, στο πλαίσιο του 12ου Συνέδριο «Ιατρική της Άθλησης στον 21ο Αιώνα», που διοργανώνει 12-14 Απριλίου το Εργαστήριο Αθλητιατρικής του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του ΑΠΘ.

«Προσπαθούμε με εικονική πραγματικότητα να κάνουμε ασκήσεις τα συστήματα σωματικής ενδυνάμωσης. Αυτό, συνδυασμένο με νοητική άσκηση, δηλαδή με συστήματα που μπορούν να ασκήσουν το νου, το χρησιμοποιούμε για εκπαίδευση και προπόνηση αθλητών, όπως π.χ. ποδοσφαιριστές για να μπορούν να πασάρουν πιο εύκολα και με μεγαλύτερη ακρίβεια, να είναι πιο ευέλικτοι, να βελτιώσουν δηλαδή τις ικανότητές τους με ένα σύστημα που έχουμε», ανέφερε ο κ. Μπαμίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Παράλληλα σημείωσε ότι η ρομποτική τεχνολογία, η επαυξημένη/ εικονική πραγματικότητα και παιχνίδια σοβαρού σκοπού χρησιμοποιούνται για να δώσουν σε ασθενείς με εγκεφαλικό ή με κακώσεις του νωτιαίου μυελού τις κινητικές λειτουργίες που έχουν χάσει. Ο ασθενής φοράει ένα γιλέκο που έχει αισθητήρες και στέκεται μπροστά από την οθόνη, ώστε οι κινήσεις του στον πραγματικό κόσμο να έρθουν σε απόλυτη συμφωνία με τον εικονικό κόσμο του παιγνιδιού σοβαρού σκοπού που πρόκειται να ξεκινήσει, δηλαδή να συντονιστεί το παιχνίδι με τη ρομποτική συσκευή.

«Στο πρόγραμμα HEROES (Human Extremity Robotic Rehabilitation and Outcome Enhancement for Stroke), που "τρέχουμε" με φορετές συσκευές, όπως ένα γιλέκο με καλώδια, προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις μυικές αντιδράσεις κάποιου που δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια και προσπαθεί να σκεφτεί ότι κούνησε το χέρι του και να τον βοηθήσουμε κιόλας αφού πρώτα τον εκπαιδεύσουμε με εικονική πραγματικότητα. Η ανίχνευση γίνεται όχι μόνο με ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, που είναι το κλασικό, αλλά προσπαθούμε και με ηλεκτρομυογράφημα να δούμε και να επέμβουμε», σημείωσε ο κ. Μπαμίδης.

Τέλος ανέφερε ότι γίνεται προσπάθεια ψηφιοποίησης των αξιολογήσεων της σωματικής άσκησης και της σωματικής κατάστασης, με συστήματα όπως ηλεκτρονικές σόλες. «Οι ηλεκτρονικές σόλες μπορούν να ψηφιοποιήσουν τη βάδιση και μπορούμε να δούμε πόσο βαδίζει, πόσο γρήγορα με ποια ισορροπία κ.λπ. Αυτές οι σόλες είναι εμπορικό προϊόν, δεν δικό μας, όμως εμείς το αξιοποιούμε ως αισθητήρα για να μπορέσουμε να δούμε την κατάσταση του ανθρώπου που τις φοράει ψηφιοποιημένα και να μπει μέσα σε έναν φάκελο», πρόσθεσε ο κ. Μπαμίδης.

Γιατρός και γυμναστής, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Η άσκηση, εκτός από τον πρωτογενή ρόλο που έχει ως μέσο για την πρόληψη χρόνιων παθήσεων έχει και βασικό δευτερογενή ρόλο ως θεραπευτικό μέσο με καλά αποτελέσματα τόσο για τις ίδιες τις παθήσεις όσο και για τα συνοδά νοσήματα, που μπορεί να συνυπάρχουν στον ασθενή, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου, η καθηγήτρια Αθλητιατρικής - διευθύντρια του Εργαστηρίου Αθλητιατρικής ΤΕΦΑΑ ΑΠΘ, Ευαγγελία Κουιδή.

«Γιατρός και γυμναστής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η τάση στην εποχή μας είναι να βοηθήσει η άσκηση στην προάσπιση της υγείας. Γι' αυτό και τα προγράμματα σπουδών του ΤΕΦΑΑ στοχεύουν στο να μάθουν στους καθηγητές φυσικής αγωγής τον τρόπο που να μπορούν να εφαρμόσουν προγράμματα άσκησης για όλους. Βασικά η άσκηση στον υγιή πληθυσμό έχει και έναν ρόλο πρόληψης χρόνιων παθήσεων, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η παχυσαρκία, κυρίως μεταβολικά νοσήματα, καρδιαγγειακά νοσήματα. Αλλά πλέον υπάρχουν άπειρες μελέτες -και δικές μας και διεθνώς, που δείχνουν ότι τα προγράμματα άσκησης μπορούν να έχουν βασικό ρόλο στη δευτερογενή πρόληψη, δηλαδή να εφαρμοστούν σε ασθενείς με καλά αποτελέσματα, είτε για το ίδιο το νόσημα είτε για συνοδά νοσήματα που μπορεί να συνυπάρχουν σε έναν ασθενή», σημείωσε η κ. Κουιδή.

Όπως εξήγησε, η άσκηση μπορεί να έχει θεραπευτικό ρόλο στο ίδιο το νόσημα, δηλαδή να μειώσει τα συμπτώματα του ασθενούς, να μπορέσει να τον κάνει να διαχειριστεί πιο εύκολα το πρόβλημά του. Παράλληλα έχει βασικό ρόλο και στην καθημερινή του ζωή, στην απόδοσή του, στην ψυχολογία του αλλά και στην ποιότητα της ζωής του στις περιπτώσεις χρόνιων νοσημάτων.

Αναφερόμενη στις παθήσεις για τις οποίες συνιστάται η άσκηση ως θεραπευτικό μέσο, σημείωσε ότι η άσκηση ως θεραπεία ξεκίνησε από τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τη στεφανιαία νόσο. «Εμείς, το '97 ξεκινήσαμε στο Εργαστήριο Αθλητιατρικής να εφαρμόζουμε κατάλληλα προγράμματα άσκησης για την καρδιαγγειακή αποκατάσταση σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο. Μετά πέρασε αυτό σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια. Πλέον εφαρμόζουμε εξατομικευμένα προγράμματα άσκησης στο πλαίσιο του κάθε ασθενούς για όλα τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Στη συνέχεια, από το '94-'95 ξεκινήσαμε προγράμματα άσκησης στη χρόνια νεφρική νόσο σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση. Αυτό,το 2000, το περάσαμε σε άσκηση κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης κι αυτό συνεχίζεται τόσα χρόνια στο Εργαστήριό μας. Επομένως θα έλεγα ότι είναι μια συνεχόμενη προσπάθεια τόσο σε ασθενείς με καρδιαγγειακά όσο και με χρόνια νεφρική νόσο. Παράλληλα το εφαρμόζουμε σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, σε ασθενείς με υπέρταση. Εδώ και τρία χρόνια ξεκινήσαμε μια συνεργασία με το Ιπποκράτειο, σε ρευματολογικούς ασθενείς. Υπάρχουν προγράμματα για παιδιά με κυστική ίνωση, που ξεκινήσαμε μια συνεργασία με τη Γ' Παιδιατρική, τώρα ξεκινήσαμε μία συνεργασία για παιδιά με νοσογόνο παχυσαρκία. Τροποποιούμε τα προγράμματα ανάλογα με τις ανάγκες κάθε πάθησης, ανάλογα με τον πληθυσμό που αναλαμβάνουμε να γυμνάσουμε», πρόσθεσε η κ. Κουιδή.