Ένα μελέτημα για την τέχνη από τα αντάρτικα στη ραπ

Ένα δοκίμιο για την τέχνη των ανωνύμων με ένα βλέμμα στις σχέσεις μεταξύ πολιτισμού, κουλτούρας και αντι- κουλτούρας είναι το βιβλίο «Η κοινωνιολογία του λαϊκού πολιτισμού» της Αντιγόνης Μουχτούρη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήσης. Η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Λωρραίνης στη Γαλλία, με πάνω από 30 μονογραφίες σε θέματα «κοινωνικής δυναμικής και πολιτισμικών εκφράσεων», εξετάζει την έννοια του φολκλόρ, τη χρήση του πολιτισμού από την άκρα δεξιά, τη σοβιετική γραμμή της προλεταριακής κουλτούρας, τις αστικές προσεγγίσεις, τις αντικουλτούρες του φεμινιστικού κινήματος και τη νεανική χορογραφία των πόλεων.

Μετά τη θεωρητική ανάπτυξη του τι είναι λαϊκό, ακολουθεί η αναφορά στο πεδίο της ιστορικής πραγματικότητας με επίκεντρο το τραγούδι τη εθνικής αντίστασης στην Ελλάδα, τα μοντέρνα κινήματα χορών και τραγουδιών των νέων στις πόλεις της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η συζήτηση για τις έννοιες αυτές είναι πολύ παλιές, επισημαίνει η καθηγήτρια. Η έκφραση φολκλόρ (folklore ) προσδιόριζε ήδη από το 1846 την επιστήμη του λαού και γενικά τον παραδοσιακό πολιτισμό, έναν πολιτισμό της επαρχίας που συνδέεται με τη μελέτη των τρόπων ζωής, των παραδόσεων, των πεποιθήσεων, των τραγουδιών και της λογοτεχνίας. Σημειώνει ότι το 1887 ιδρύθηκε στην Αγγλία η Φολκλορική Εταιρία με αντικείμενα μελέτης τα παραμύθια, τα λαϊκά τραγούδια, τα τελετουργικά έθιμα, την κατοικία και τα ονόματα.

Τα τελευταία χρόνια οι διανοούμενοι της Αριστεράς αντέτειναν το ρεύμα αυτό ως ανάσχεση στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, προβάλλοντας μια αγροτική, εν πολλοίς, παράδοση εναντίον του αστικού εκσυγχρονισμού της απόλυτης βιομηχανικής επιβολής.

Η επιστράτευση της λαϊκής κουλτούρας από την προπαγάνδα του ναζισμού και του φασισμού εκδηλώθηκε με μια γραφική εξιδανίκευση αναπαραστάσεων ένδοξων καλλιεργητών και η δημιουργία ωδείων όπου διδάσκονταν επαρχιακές μελωδίες.
Από την άλλη πλευρά, στη Σοβιετική Ένωση αναπτύχθηκε μια μεροληπτική κουλτούρα υπέρ της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Κουλτούρα που όφειλε να υμνεί την αταξική κοινωνία, με επαναστατικές εντολές για ένα σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ειδικά τα πρώτα χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση. Όμως, αυτό οδήγησε στην εξάρτηση των καλλιτεχνών από την πολιτική εξουσία η οποία αποδεχόταν μόνο εγκώμια του εργάτη μέσα σε ένα καθορισμένο μοτίβο βιομηχανικών συγκροτημάτων με ταξική ποίηση.

Αντίθετα με την υποχρεωτικότητα του σοβιετικού πολιτιστικού συστήματος, η εθνική αντίσταση στην Ελλάδα δημιούργησε μια αυθόρμητη έκφραση, με τα πρώτα τραγούδια να είναι επηρεασμένα από άποψη μουσικότητας, περιεχομένου και ποιητικών σχημάτων, από τα δημοτικά και κλέφτικα κατά της Τουρκοκρατίας.

Ωστόσο -λέει η συγγραφέας- από το δεύτερο χρόνο της αντίστασης γράφτηκαν αντάρτικα τραγούδια γραμμένα από δημιουργούς που δεν είχαν την επίσημη νομιμοποίηση ως καταξιωμένοι ποιητές, αλλά υπήρξαν αυτοδίδακτοι μέσα στον αγώνα κατά των Γερμανών.

Η συγγραφέας καταχωρίζει σε τρεις κατηγορίες τα τραγούδια της αντίστασης: λαϊκά τραγούδια αγνώστων ποιητών που διαδόθηκαν στον πληθυσμό, στίχοι γραμμένοι από αναγνωρισμένους ποιητές, στίχοι που ανήκαν στο διεθνές επαναστατικό ρεπερτόριο.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα αναδεικνύει την ομόθυμη στράτευση των Ελλήνων, με τη μάνα να προτρέπει τον γιο της να παραμείνει στα αντάρτικα βουνά: «Στηρίξου εκεί και ρίζωσε σαν δρυς και σαν πλατάνι / Με όλη την παλληκαριά της δυνατής φυλής σου/ Την ατιμία του φασισμού με λύσσα εκδικήσου/ Να μην ξεχάσεις γιόκα μου, σύσταση σου το κάνω/ Για την ντροπή που στήσανε στον Παρθενώνα επάνω!».

Ακολουθεί μια ανάλυση για τις θεματικές ενότητες των αντάρτικων που πραγματεύονται την απώλεια, την αναζήτηση, τη διαβεβαίωση και τον αφανισμό του ήρωα αντάρτη.

Η μελέτη ολοκληρώνεται με τον μουσικό πολιτισμό του δρόμου των μεγαλουπόλεων με τα γκράφιτι, το χιπ χοπ και τη ραπ.

Πρόκειται για ένα είδος ημι- ομιλούμενο και ημι- τραγουδισμένο, πάνω σε στίχους με ομοιοκαταληξία και ρυθμό σε μια μεικτή μουσική βάση: «Μένω σε μια γειτονιά όπου αλίμονο το κακό είναι αληθινό/ Κάποιοι άνθρωποι σπάνε, κλέβουν, χτυπούν για ένα τίποτα/ Και όλα αυτά για ένα τίποτα/ Η κλεψιά έγινε η ερωμένη τους».

Μια μελέτη 216 σελίδων, με κατατοπιστική ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, που μας οδηγεί στην ιστορική διαπίστωση ότι ο υπερ- καταναλωμένος όρος «λαϊκός πολιτισμός» είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης αντιθετικών ιδεολογιών: απελευθέρωσης, αλλά και υποταγής. Αφήνοντας όμως και ένα περιθώριο στο απρόβλεπτο που χοροπηδάει από τα γκέτο της Νέας Υόρκης!