Όταν το Ελληνικό Φεστιβάλ, μετονομάστηκε σε Διεθνές… βελγικό

Την όργή του καλλιτεχνικού κόσμου προκάλεσαν οι αλλαγές

Του Γιώργου Λαμπίρη

O Γιαν Φαμπρ ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Ελληνικού Φεστιβάλ Αθηνών - Επιδαύρου το Φεβρουάριο που μας πέρασε. Για την ακρίβεια ανέλαβε τη διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου όπως θα ονομάζεται στο εξής η καλλιτεχνική διοργάνωση του καλοκαιριού.

Ο Φαμπρ φημίζεται για τα φιλελληνικά του αισθήματα. Και ουδείς ίσως μπορεί να το αμφισβητήσει εάν γυρίσει λίγο πίσω το χρόνο. Εκεί θα δει ότι ο αντατρεπτικός Βέλγος έχει ανεβάσει στη χώρα μας παραστάσεις αφιλοκερδώς. Εικαστικός, θεατρικός δημιουργός, παραστατικός καλλιτέχνης, χορογράφος και συγγραφέας. Αυτές είναι οι βασικές ιδιότητες που του αποδίδονται. Αυτή τη φορά ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής δυσαρέστησε σφόδρα τον εγχώριο καλλιτεχνικό κόσμο. Δικαίως ή αδίκως θα το κρίνει η ιστορία. Ή ακόμα καλύτερα το αποτέλεσμα των προσεχών φεστιβαλικών διοργανώσεων.

Κι αυτό γιατί το Φεστιβάλ αυτού του καλοκαιριού αποκλείει για το 2016 τις ελληνικές συμμετοχές.
Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις που έγιναν σχετικά την Τρίτη που μας πέρασε, το 2016 θα είναι χρονιά – αφιέρωμα στο Βέλγιο, την πατρίδα του Φαμπρ. Το 2017 και το 2018 το Φεστιβάλ θα έχει «διεθνή προσανατολισμό», ενώ η ελληνική συμμετοχή στριμώχνεται μόλις στο 2019 οπότε και επανέρχονται οι Έλληνες καλλιτέχνες στο προσκήνιο. Ο ίδιος ο Φαμπρ μάλιστα «θα δημιουργήσει μία πρωτότυπη παράσταση για το Φεστιβάλ», όπως έγινε γνωστό.
Ας σημειωθεί σε αυτό το σημείο πως το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού έχει προσλάβει το Βέλγο καλλιτέχνη έως και το 2019, στοχεύοντας "στη συνέχεια και στην καινοτομία".
Μεταξύ άλλων ο νεότευκτος καλλιτεχνικός διευθυντής δήλωσε ότι προτιμάει το ρόλο του επιμελητή - contributor το ονόμασε νομίζω; - παρά εκείνον του διευθυντή, αφήνοντας τα διοικητικά καθήκοντα στη διάθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ. Ως επιχείρημα για τον περιορισμό της ελληνικότητας του Φεστιβάλ, χρησιμοποιήθηκε ο περιορισμένος χρόνος που είχε ο ίδιος στη διάθεσή του για να μελετήσει τις ελληνικές προτάσεις. Ωστόσο φαίνεται πως είχε το χρόνο να καταρτίσει σχέδιο δράσης έως και το 2019. Γιατί θα πει εύλογα κάποιος ότι: "εντάξει το 2016, αλλά και για το 2017 ο χρόνος πάλι περιορισμένος είναι;"
Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πως ένα Φεστιβάλ, οφείλει να είναι ανοιχτό "τά τ᾽ ὦτα τόν τε νοῦν". Άλλωστε και ο απελθών διευθυντής, Γιώργος Λούκος, παρά τις αμαρτίες για τις οποίες κατηγορήθηκε, κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση.
Ουδείς πάλι μπορεί να αμφισβητήσει ορισμένες παθογένειες της εγχώριας καλλιτεχνικής σκηνής, που οι γνωρίζοντες και οι μετέχοντες γνωρίζουν καλύτερα.

Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τη σημασία της παρουσίας καλλιτεχνών όπως οι Καστελούτσι, Μπαρίσνικοφ, Ιπέρ, Ουίλσον, οι οποίοι θα επανέλθουν στη χώρα μας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, προσδίδοντας του κύρος και καλλιτεχνική υπόσταση υψηλής αισθητικής και δημιουργικής τελειότητας.

Ωστόσο ας μην ξεχνάμε πως η διοργάνωση διεξάγεται στην Ελλάδα. Απευθύνεται κατά βάση στο ελληνικό κοινό - μέχρι στιγμής κατοικούν Έλληνες στη μικρή αυτή χώρα της Μεσογείου - και όχι αποκλειστικά στο θεατρικά και καλλιτεχνικά εκπαιδευμένο κοινό. Το προϊόν του Φεστιβάλ οφείλει και πρέπει να απευθύνεται σε οποιονδήποτε θελήσει να παρακολουθήσει μία παράσταση. Είτε απολαμβάνοντας απλώς και μόνο ένα βράδυ στην Επίδαυρο, πριν και μετά την παράσταση. Ακόμα και αν εκτός από την παράσταση αυτός ο κάποιος ονειρεύεται καμιά φορά το μοσχαράκι γιουβέτσι στην διάσημη ταβέρνα του Λεωνίδα στο Λυγουριό. Επειδή κάποτε εκεί δείπνησε ο Μινωτής ή η Παξινού η Καρέζη, η Συνοδινού ο Τσακίρογου ή ακόμα ακόμα ο Μπέζος, ο Μαρκουλάκης, ο Χειλάκης.

Μην ξεχνάτε λοιπόν: Το θέατρο εκτός από πολιτιστικό γεγονός για εκπαιδευμένο κοινό είναι και πολιτιστικό γεγονός για κάθε κοινό, λαϊκό θέαμα κι ας ακούγεται παρεξηγήσιμος ο όρος. Ιδίως για τους καλλιτεχνικά μυημένους. Μεταξύ άλλων ένας από τους κλάδους που εμφανίζουν σημαντικά ποσοστά ανεργίας στην Ελλάδα είναι και αυτός των τεχνών. Του θεάτρου κατά βάση. Έτσι, η ανάγκη για εισιτήρια είναι αδιαμφισβήτητη. Και τα πολλά εισιτήρια κόβονται από το ευρύ κοινό και όχι αποκλειστικά από το αυστηρά εκπαιδευμένο. Η παρουσία των ολίγων για τις παραστάσεις πριβέ του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή ίσως φανεί ανεπαρκής από μόνη της.

Στην εποχή αγριότητας την οποία διανύουμε όμως, δεν έχω παρά να συμφωνήσω με αυτό:"Τίποτα δεν εξημερώνει τόσο τα ήθη και δεν απομακρύνει απ' αυτά την αγριότητα, όσο η σταθερή αφοσίωση στη σπουδή των καλών τεχνών". (Οβίδιος)