Τσίπρας: Υγιές και ελπιδοφόρο το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών

Η συντριπτική καταδίκη της λιτότητας, η συντριπτική αποδοκιμασία του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος και η διαπίστωση ότι οι κοινωνίες υγιώς αναζητούν το καινούργιο, προκύπτουν από τις ιταλικές εκλογές, δήλωσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας στο πλαίσιο της ημερίδας “Φύλο-Πολιτική-Αριστερά”, προσθέτοντας ότι οι Ιταλοί αναζητούν νέες πολιτικές δυνάμεις που θα εκφράσουν την αγανάκτηση με το παλιό και σάπιο πολιτικό σύστημα, που οδήγησε τη χώρα στη καταστροφή.

Υπό το πρίσμα αυτό, είπε ο κ. Τσίπρας, “εμείς έτσι εκτιμούμε το φαινόμενο Γκρίλλο στην Ιταλία και, παρά τις σημαντικές πολιτικές διαφορές που έχουμε, αυτή την εξέλιξη όχι μόνο δεν τη θεωρούμε απεχθή, αλλά τη θεωρούμε υγιή και ελπιδοφόρα”.

Αναφερόμενος στη στάση της κυβέρνησης, ο κ. Τσίπρας αναρωτήθηκε με ποιους ακριβώς στην Ιταλία είναι οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος, σημειώνοντας ότι “ο πρωθυπουργός κυβερνάει με γραμμή Μόντι και το κόμμα του είναι κόμμα Μπερλουσκόνι. Δεν μας είπε, άραγε προχθές έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον ομογάλακτό του κ. Μπερλουσκόνι για την επιτυχία του; Ή μήπως αρκέστηκε σε λόγια παρηγοριάς προς στον κ. Μόντι; Και ο -στα όρια της γραφικότητας- παραληρηματικός κ. Βενιζέλος, χθες μας είπε ότι είναι συντηρητική εξέλιξη το αποτέλεσμα στην Ιταλία. Γιατί, πέραν του Μπερλουσκόνι, το κίνημα του Γκρίλλο, είπε, είναι λαϊκιστικό, αντιδραστικό και απεχθές. Αλλά αυτόν που απεχθάνεται ο κ. Βενιζέλος, προσκαλεί ο κ. Μπερσάνι για να κάνουν μαζί κυβέρνηση”, είπε ο κ. Τσίπρας και πρόσθεσε:

“Θα μου πείτε ότι άλλο ο κ. Βενιζέλος και άλλο ο κ. Μπερσάνι. Διότι αυτό που θα συμβούλευε ο κ. Βενιζέλος στον κ. Μπερσάνι θα ήταν να κάνει κυβέρνηση με τον Μπερλουσκόνι, όπως κάνει ο ίδιος στην Ελλάδα με τον κ. Σαμαρά. Και σε ποιά γραμμή; Στη γραμμή Μόντι, βεβαίως, βεβαίως. Δηλαδή, στη γραμμή της λιτότητας και του μνημονίου. Μας λένε, λοιπόν, πού είναι η Αριστερά στην Ιταλία; Στην Ιταλία, δυστυχώς, η Αριστερά δεν έχει ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Είναι κατακερματισμένη, όπως ήταν κι εδώ, για πολλά χρόνια, σε ποσοστά, όμως, που αθροιστικά δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητα, αφού υπερβαίνουν το 30%”.