Η 6ετία του Ντράγκι στο τιμόνι της ΕΚΤ και ο ρόλος του στην κρίση του ευρώ

Η 6ετία του Ντράγκι στο τιμόνι της ΕΚΤ και ο ρόλος του στην κρίση του ευρώ

Η φράση του πως θα κάνει «ότι χρειασθεί για να σώσει το ευρώ», θα μείνει σίγουρα στην ιστορία

Την περασμένη Κυριακή, ο Μάριο Ντράγκι έγινε 70 ετών, έχοντας διανύσει μία μεγάλη διαδρομή, επιστέγασμα της οποίας είναι η θητεία του ως Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) την 1η Νοεμβρίου του 2011. Σε λιγότερο από δύο μήνες, ο Ντράγκι θα έχει συμπληρώσει τα έξι από τα οκτώ χρόνια της θητείας του στο τιμόνι του κορυφαίου αυτού πιστωτικού ιδρύματος, βάζοντας τη δική του σφραγίδα στην πορεία της Ευρωζώνης και γενικότερα της Ευρώπης σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο.

Τον Ιούλιο, ο νομπελίστας οικονομολόγος, Μπενγκτ Χόλμστρεμ, του απέδωσε τα εύσημα, λέγοντας ότι η φράση του πως θα κάνει «ότι χρειασθεί για να σώσει το ευρώ», θα μείνει σίγουρα στην ιστορία. Το περιοδικό Fortune τον θεώρησε το 2015 ως τον δεύτερο μεγαλύτερο ηγέτη του κόσμου και το περιοδικό Forbes το όγδοο ισχυρότερο πρόσωπο στον κόσμο για το 2014.

Έχοντας εξ αρχής ελαττωματική αρχιτεκτονική, η Ευρωζώνη μπήκε σε μεγάλες περιπέτειες μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 - 09, την οποία ακολούθησε η κρίση χρέους χωρών στην περιφέρειά της.

Όταν ο Ντράγκι ανέλαβε την ηγεσία της ΕΚΤ, το κόστος δανεισμού μεγάλων χωρών, όπως της Ιταλίας (της πατρίδας του) και της Ισπανίας, ήταν πολύ υψηλό. Ήταν, επομένως αναγκαία η αλλαγή στη νομισματική πολιτική, αλλά έπρεπε να γίνει με έναν τρόπο που θα λάμβανε όσο ήταν δυνατό υπόψη τις αντιδράσεις στη Γερμανία.

Ο Ντράγκι ανέλαβε να φέρει σε πέρας το έργο αυτό, όταν στις αρχές του 2011 απέσυρε την υποψηφιότητά του ο τότε επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, 'Αξελ Βέμπερ,  επειδή είχε διαφωνήσει δημόσια με τις αγορές κρατικών ομολόγων που είχε αρχίσει η ΕΚΤ ήδη από το 2010 και έπεσε έτσι στη δυσμένεια πολλών χωρών που θεωρούσαν αναγκαία την πολιτική αυτή. Μετά την απόσυρση του Βέμπερ, άνοιξε ο δρόμος για τον Ντράγκι, ο οποίος συνδύαζε την υψηλή θεωρητική κατάρτιση με την εμπειρία στην άσκηση οικονομικής πολιτικής.

Οι πρώτες αποφάσεις που έλαβε ο Ντράγκι έδειξαν την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε, καθώς η ΕΚΤ ανακοίνωσε τη χορήγηση 3ετών δανείων, ύψους 489 δισ. ευρώ, στις ευρωπαϊκές τράπεζες για την αύξηση της ρευστότητάς τους, ενίσχυσε τις αγορές κρατικών ομολόγων και μείωσε τα επιτόκια. Καθώς, όμως, το κόστος δανεισμού χωρών, όπως της Ιταλίας και της Ισπανίας, παρέμενε σε υψηλά επίπεδα εν μέσω δημοσιευμάτων και φημών για διάλυση της Ευρωζώνης, ο Ντράγκι έκανε τον Ιούλιο του 2012 τη δήλωση ότι η ΕΚΤ θα κάνει «ότι χρειασθεί για να διατηρηθεί το ευρώ».

Δύο μήνες μετά, ανακοίνωσε ότι θα υπάρξει, υπό προϋποθέσεις, απεριόριστη αγορά από την ΕΚΤ ομολόγων χωρών που μπορεί να βρεθούν σε αδυναμία δανεισμού (γνωστό ως πρόγραμμα ΟΜΤ). Οι κινήσεις αυτές ήταν αρκετές για να μειωθούν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη, δίνοντας ανάσα στους κρατικούς προϋπολογισμούς με τη σημαντική μείωση των δαπανών για τόκους.

Το κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη είχε μεν μειωθεί αρκετά, αλλά όχι σε βαθμό που να επιτρέπει την ανάκαμψη της οικονομίας της. Ο Ντράγκι εισηγήθηκε στις αρχές του 2015 την εφαρμογή ενός μεγάλου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (γνωστού ως QE), με την αγορά κρατικών ομολόγων, ύψους πάνω από 2 τρισ. ευρώ. Το πρόγραμμα αυτό συνεχίζεται έως το τέλος του έτους και τον επόμενο μήνα η ΕΚΤ αναμένεται να αποφασίσει για το μέλλον του, όπως δήλωσε ο Ντράγκι την περασμένη Πέμπτη. Το πρόγραμμα αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ στο μηδέν και του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων στο -0,4%, είχε αποτελέσματα, καθώς φέτος η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να έχει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 2% για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια και ο τραπεζικός δανεισμός στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αυξάνεται.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, και ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, Γενς Βάιντμαν, πιέζουν εδώ και πολλούς μήνες για την ανακοίνωση της σταδιακής κατάργησης του QE, αλλά ο Ντράγκι τονίζει ότι οι αγορές ομολόγων θα συνεχισθούν έως ότου υπάρξει διατηρήσιμη αύξηση του πληθωρισμό κοντά στο 2% που είναι ο στόχος της ΕΚΤ.