Επτά στους δέκα Έλληνες έχουν περιορίσει τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών

Επτά στους δέκα Έλληνες έχουν περιορίσει τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών

Δυσοίωνα για την οικονομική κατάσταση των πολιτών είναι τα στοιχεία έρευνας της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας

Κλίμα γενικευμένου προβληματισμού για το παρόν και επιφυλακτικότητα για το μέλλον, λόγω της ακρίβειας που κυυριαρχεί στο «Βαρόμετρο της ΚΕΕΕ», την Πανελλαδική Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας, που εγκαινιάζει η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας.

Ειδικότερα, η ΚΕΕΕ ολοκλήρωσε την πρώτη πανελλαδική έρευνα, που διεξήχθη την περίοδο Νοεμβρίου-Δεκέμβριου 2022 σε συνολικό δείγμα 2.403 ατόμων (1.202 καταναλωτές και 1.201 επιχειρήσεις). Τα ευρήματα, όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση, καταγράφουν κλίμα γενικευμένου προβληματισμού για το παρόν και επιφυλακτικότητα για το μέλλον, λόγω της ακρίβειας που κυριαρχεί στις αναφορές των περισσότερων ερωτηθέντων, σχετικά με τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.

Η ανασφάλεια και ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώθουν οι καταναλωτές σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα (37%).

Περίπου 1 στους 5 καταναλωτές (22%) ηλεκτρικού ρεύματος και 1 στους 4 καταναλωτές (25%) θέρμανσης δηλώνουν ότι δεν είναι σε θέση να αποπληρώσουν τους αντίστοιχους λογαριασμούς.

Το 70% δηλώνουν ότι έχουν περιορίσει τις δαπάνες ένδυσης-υπόδησης και τις δαπάνες ψυχαγωγίας και ταξιδιών.

Το 52% ότι περιόρισαν τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών όπως π.χ. τα τρόφιμα.

Επίσης, με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα, η μέση κατά κεφαλή δαπάνη για δώρα και αγορές προϊόντων με την ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς υπολογίζεται σε 126 ευρώ, ενώ η μέση δαπάνη ανά νοικοκυριό για τα εορταστικά τραπέζια στο σπίτι εκτιμάται στα 110 ευρώ.

Ουδέτερες εκτιμήσεις για το εξάμηνο που πέρασε, καταγράφονται στην πανελλαδική έρευνα επιχειρήσεων.

Πιο συγκεκριμένα, το 39% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναφέρουν ότι ο κύκλος εργασιών τους παραμένει στα ίδια επίπεδα, το 31% δηλώνουν ότι μειώθηκε και το 28% ότι αυξήθηκε, με τα υψηλότερα ποσοστά όσων δηλώνουν αύξηση να καταγράφονται σε Κρήτη (41%) και Νησιά Αιγαίου (50%), αποτέλεσμα προφανώς της επιτυχημένης τουριστικής περιόδου προηγήθηκε.

Συνολικά, ουδέτερες τάσεις καταγράφονται σε ότι αφορά την εξέλιξη της απασχόλησης το επόμενο εξάμηνο, με τις θετικότερες εκτιμήσεις να καταγράφονται στην Αττική, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό, στον κλάδο των κατασκευών και στις επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 εργαζόμενους.

Απαισιοδοξία επικρατεί, σε σχέση με την εξέλιξη της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς το 36% των ερωτηθέντων αναμένουν μείωση της ρευστότητας κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι μόλις 14% που αναμένουν ενίσχυση της ρευστότητας.

Αρνητική εικόνα καταγράφεται και σε σχέση με την εξέλιξη της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, καθώς το 54% προβλέπει δυσμενέστερη κατάσταση το επόμενο εξάμηνο (ήτοι αύξηση επισφαλειών και πτωχεύσεων), έναντι μόλις 12% που διαβλέπουν βελτίωση της κατάστασης στον κλάδο τους (λιγότερες επισφάλειες και πτωχεύσεις).

Βαθιά απαισιόδοξες εμφανίζονται οι επιχειρήσεις για το εγγύς μέλλον της οικονομικής κατάστασης της χώρας, καθώς το 56% θεωρούν ότι αυτή θα επιδεινωθεί κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι μόλις 14% που προβλέπουν ότι θα βελτιωθεί, ενώ το 23% δεν αναμένουν ιδιαίτερη μεταβολή. Ελλείψεις πρώτων υλών ή προϊόντων δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν το 37% των επιχειρήσεων, φαινόμενο εντονότερο στους τομείς του εμπορίου, της μεταποίησης/βιομηχανίας και των κατασκευών, στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό και σε εκείνες με ετήσιο τζίρο μεταξύ 1 και 5 εκατ. ευρώ, ενώ η μέση αύξηση που αναφέρουν οι επιχειρήσεις, στο κόστος των πρώτων υλών ή προϊόντων, φτάνει το 40%.

Τέλος, αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων/υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο προβλέπουν περίπου οι μισές (49%) επιχειρήσεις, με την εντονότερη τάση αύξησης τιμών να καταγράφεται στον τομέα του εμπορίου.