Τι ισχύει με το αφορολόγητο μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού

Τι ισχύει με το αφορολόγητο μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού

Διευκρινίσεις από την Έφη Αχτσιόγλου για τις αλλαγές που φέρνει η αύξηση των αποδοχών πάνω από τα 650 ευρώ

«Οι εργαζόμενοι που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό, εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από το αφορολόγητο όριο» δήλωσε η υπουργός Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, σε συνέντευξή της στο «Πρώτο Πρόγραμμα» της ελληνικής ραδιοφωνίας.

Αναφερόμενη στη στάση της ΝΔ σχετικά με το μέτρο της μείωσης του αφορολόγητου το 2020, σημείωσε ότι η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει στην ακύρωση αυτού του μέτρου. «Αντιθέτως, η αξιωματική αντιπολίτευση το έχει εισάγει στο πρόγραμμά της και αυτό έγινε σαφές από την τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, όπου ξεδίπλωσε το συνολικό του πρόγραμμα για την επόμενη μέρα και εμπεριείχε τη μείωση του αφορολόγητου. Ο τρόπος που εκφράστηκε για το αφορολόγητο θεωρούσε δεδομένη τη μείωση αυτή. Εξάλλου, έτσι μόνο θα έστεκε και δημοσιονομικά το δικό του πρόγραμμα» πρόσθεσε.

«Η ΝΔ εκτίθεται, γιατί επενδύει για ακόμα μία φορά στην καταστροφολογική αντιπολιτευτική γραμμή» τόνισε η υπουργός Εργασίας, επισημαίνοντας ότι η κυβέρνηση, «όπως ακριβώς έκανε και με το μέτρο της περικοπής των συντάξεων, το οποίο ακύρωσε, δουλεύει εντατικά, προκειμένου να αποσυρθεί και το μέτρο της μείωσης του αφορολόγητου, που, επίσης, δεν είναι ούτε δημοσιονομικά ούτε διαρθρωτικά αναγκαίο».

Για την αύξηση του κατώτατου και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους, δήλωσε: «Ο νέος ενιαίος αυξημένος κατώτατος μισθός είναι νόμος και θα τον τηρήσουν οι εργοδότες, γιατί γνωρίζουν ότι θα ήταν εντελώς λάθος από την πλευρά τους να κάνουν μία τόσο πρόδηλη παράβαση, η οποία θα τους οδηγούσε την αμέσως επόμενη μέρα να πληρώνουν πολλαπλάσια σε πρόστιμα».

Παράλληλα, η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού «σε μία οικονομία, όπως η ελληνική, συνιστά αναπτυξιακό παράγοντα, γιατί τονώνει την εσωτερική ζήτηση και την κατανάλωση και δίνει ώθηση στην οικονομία». Επίσης, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση ενισχύει την επιχειρηματικότητα, μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών, όπου το ασφάλιστρο για την κύρια σύνταξη από 20% έπεσε στο 13,33%, έχει ήδη νομοθετήσει τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων κατά 1% κατ’ έτος, ενώ για την πρόσληψη νέων ή μακροχρόνια ανέργων οι εργοδοτικές εισφορές εκπίπτουν της φορολογίας, προσαυξημένες κατά 50%.

Τονίζοντας ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση δεν εκβιάζονται, η κ. Αχτσιόγλου παρατήρησε: «Πριν από λίγο καιρό, προχωρήσαμε στην κορυφαία διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή, παρότι συνταγματικά η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δεν ήταν υποχρεωμένοι να το πράξουν. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός, ακριβώς επειδή δεν ήθελε να υπάρχουν σκιές, ζήτησε και έλαβε καθαρή ψήφο εμπιστοσύνης για την ολοκλήρωση της θητείας της κυβέρνησης το φθινόπωρο του 2019».

Αναφορικά με τα περιθώρια σύγκλισης των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, η υπουργός Εργασίας σχολίασε ότι «όσο απομακρυνόμαστε από τη μνημονιακή περίοδο τόσο θα επιστρέφουμε σε πιο παραδοσιακές πολιτικές διαχωριστικές γραμμές και, επομένως, θα βλέπουμε μετατοπίσεις στο πολιτικό σκηνικό. Η Συμφωνία των Πρεσπών λειτουργεί καταλυτικά, για να ξεκινήσει ένας διάλογος, αλλά για να υπάρχει μία σύγκλιση προοδευτικών δυνάμεων σε ένα ευρύτερο προγραμματικό μέτωπο, θα πρέπει να υπάρξει οπωσδήποτε ένας διάλογος σε κορυφαία θέματα πολιτικής, όπως είναι η οικονομία, τα εργασιακά και το κοινωνικό κράτος».

Η κ. Αχτσιόγλου ανέφερε ότι το Κίνημα Αλλαγής έχει ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια μία τακτική πλήρους ταύτισης με τη ΝΔ και «η σημερινή του ηγεσία έχει γίνει ουρά του κυρίου Μητσοτάκη», ενώ ο πρόεδρος της ΝΔ «έχει μετατοπιστεί ιδιαίτερα προς την άκρα Δεξιά και εντός του κόμματός του κυριαρχούν φωνές, όπως του κ. Βορίδη και του κ. Γεωργιάδη».

Χαρακτήρισε, τέλος, τον υφυπουργό Εργασίας, Νάσο Ηλιόπουλο και την υφυπουργό Μακεδονίας-Θράκης, Κατερίνα Νοτοπούλου, υποψηφίους για τους Δήμους Αθηναίων και Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, «δύο εξαιρετικούς νέους πολιτικούς που έχουν πολλά να δώσουν στον τόπο τους. Ο καθένας από την πλευρά του γνωρίζει πάρα πολύ καλά τον τόπο, για τον οποίο δουλεύει, έχει μεγαλώσει εκεί, ξέρει και τις γειτονιές του και τα προβλήματα και είμαι βέβαιη ότι θα παλέψουν για το καλύτερο των δύο πόλεων, των οποίων διεκδικούν τη δημαρχία και θα τα καταφέρουν».