Πλεονάσματα ως και 5,2% βλέπει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο

Πλεονάσματα ως και 5,2% βλέπει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο

«Διορθωτικές κινήσεις» στη φορολογία προτείνει το Συμβούλιο

Ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα που θα ξεπεράσουν ακόμα και το 5% προβλέπει για τα επόμενα χρόνια το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, κρίνοντας ως απαιτητικό, αλλά «επιτεύξιμο», τον στόχο για πλεονάσματα άνω του 3,5%.

Ειδικότερα, στην αξιολόγηση των Μακροοικονομικών & Δημοσιονομικών Προβλέψεων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2019-2022 που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει πως ο στόχος που τίθεται για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 3,5% είναι απαιτητικός, όμως οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις που κατεγράφησαν το 2016 και το 2017 (πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% και 4,2% του ΑΕΠ αντίστοιχα) καθιστούν θεμιτή την εκτίμηση ότι είναι επιτεύξιμη η στόχευση για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο, η επίτευξη του στόχου, σε συνδυασμό με μεγέθυνση 2,16% σε μέσο ετήσιο ρυθμό μεταξύ 2018 και 2022, προϋποθέτει τη συγκράτηση των δημοσίων δαπανών στα επίπεδα των 86-87,5 δισ. ευρώ και τη διατήρηση μιας ελαφράς αυξητικής τάσης των δημοσίων εσόδων με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,35%.

Πάντως για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου, σύμφωνα με την αξιολόγηση, θα αρκούσε ηπιότερη αύξηση των δημοσίων εσόδων. Θα μπορούσε συνεπώς να θεωρηθεί ότι το πλεόνασμα των εσόδων που προκύπτει από αυτήν τη διαφορά ισοδυναμεί με αντίστοιχης έκτασης οιονεί «δημοσιονομικό χώρο», ο οποίος είναι δυνατό να αξιοποιηθεί σε στοχευμένες, σταδιακές και προγραμματισμένες μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσης.

Το Συμβούλιο εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 θα διαμορφωθεί στο 3,56% (έναντι στόχου 3,5%), το 2019 στο 3,96%, το 2020 στο 4,15%, το 2021 στο 4,53% και το 2022 στο 5,19%.

Για τις δημόσιες δαπάνες τονίζεται ότι ο στόχος για συγκράτηση των δαπανών στα επίπεδα που προβλέπει το σενάριο του ΜΠΔΣ 2019-2022 μπορεί να θεωρηθεί επιτεύξιμος, ωστόσο υπογραμμίζεται πως η όποια συγκράτηση των δαπανών δεν μπορεί να προκύπτει από ενδεχόμενη νέα συσσώρευση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης, όπως άλλωστε προβλέπεται τόσο από τον εκτελούμενο προϋπολογισμό, όσο και από τις δεσμεύσεις του τρέχοντος προγράμματος.

Όσον αφορά στο σκέλος των εσόδων, οι καλές επιδόσεις των τελευταίων ετών εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να διατηρηθούν, υπό προϋποθέσεις, και κατά τα επόμενα έτη. Οι κυριότεροι λόγοι στους οποίους εδράζεται η εκτίμηση αυτή είναι: α) ο μόνιμος χαρακτήρας της πλειονότητας των μέτρων που ελήφθησαν τα τελευταία χρόνια, β) η βελτίωση της φορολογικής διοίκησης γ) η επέκταση ηλεκτρονικών συναλλαγών/πληρωμών και δ) η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας με παράλληλη τόνωση της απασχόλησης. Σε αυτό το πλαίσιο παρέχεται η δυνατότητα στις δημοσιονομικές αρχές να προβούν, μετά τη λήξη του προγράμματος χρηματοδοτικής διευκόλυνσης στις διορθωτικές εκείνες κινήσεις που θα μπορούσαν να ανακατανείμουν στοχευμένα το φορολογικό βάρος, με τρόπο που να ανακουφίζει μερικώς από τη φορολογική κόπωση ενώ, συνάμα, θα συντηρεί το συνολικό ύψος των φορολογικών εσόδων ή θα το περιορίζει σύμφωνα με όσα προαναφέραμε.

Στις κυριότερες επιμέρους κατηγορίες εσόδων το προτεινόμενο ΜΠΔΣ προβλέπει μέση άνοδο των εισπράξεων άμεσων φόρων της τάξης του 3,9% μεταξύ 2018 και 2022 και μεταβολή των εισπράξεων έμμεσων φόρων με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,3%. Η τελευταία σηματοδοτεί την προβλεπόμενη μείωση του μεριδίου των έμμεσων φόρων στο ΑΕΠ αφού είναι αισθητά χαμηλότερη από το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ ενώ αποπληθωριζόμενο το απόλυτο ύψος των έμμεσων φόρων φαίνεται να σταθεροποιείται. Η πρόβλεψη για αύξηση των εισπράξεων άμεσων φόρων εδράζεται κυρίως στην υψηλή εκτιμώμενη απόδοση άμεσων φόρων Φυσικών και Νομικών Προσώπων με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 6,1% και 5,3% αντίστοιχα την πενταετία 2018-2022. Η αύξηση των εισπράξεων φόρων Φυσικών Προσώπων ειδικά από το 2020 και μετά προβλέπεται να στηριχθεί και στη θεσμοθετημένη μείωση του αφορολόγητου ορίου.

Τέλος, η προβλεπόμενη αύξηση στις ασφαλιστικές εισφορές αποδίδεται αποκλειστικά στην αύξηση της απασχόλησης.