Η «Μπεμπέ» έγινε γνωστή από ταινίες όπως «Και ο Θεός Έπλασε τη Γυναίκα»
Πέθανε σε ηλικία 91 ετών η Γαλλιδα ηθοποιός Μπριζίτ Μπαρντό, όπως ανακοίνωσε το ίδρυμα που φέρει το όνομά της (Fondation Brigitte Bardot).
Η θρυλική πρωταγωνίστρια υπήρξε φεμινιστικό σύμβολο των χρόνων του 1960 και ένθερμη προστάτιδα των ζώων.
«Το Ίδρυμα Μπριζίτ Μπαρντό ανακοινώνει με απέραντη θλίψη τον θάνατο της ιδρύτριας και προέδρου του, της Μπριζίτ Μπαρντό, μιας διεθνώς αναγνωρισμένης ηθοποιού και τραγουδίστριας, που επέλεξε να εγκαταλείψει μια περίβλεπτη σταδιοδρομία για να αφιερώσει τη ζωή και την ενέργειά της στην υπεράσπιση των ζώων και στο Ίδρυμά της», αναφέρει ανακοίνωση που διαβιβάστηκε στο Γαλλικό Πρακτορείο, χωρίς να αναφέρει την ημέρα ή τον τόπο θανάτου.
Η Μπριζίτ Μπαρντό είχε εγκαταλείψει τον κινηματογράφο πριν από 50 και πλέον χρόνια, αφήνοντας πίσω της μια πενηνταριά ταινίες και δύο σκηνές που εισήλθαν στο Πάνθεον της Έβδομης Τέχνης, ένα παθιασμένο μάμπο σε εστιατόριο του Σαν Τροπέ στην ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη Γυναίκα» (Et Dieu... créa la femme") και έναν μονόλογο, γυμνή, στην ταινία «Η Περιφρόνηση» ("Mépris").

Σταμάτησε να ασχολείται με την υποκριτική τα χρόνια του ’70, εγκαταστάθηκε στο Σεν Τροπέ, στη γαλλική Ριβιέρα και αφοσιώθηκε στην προάσπιση των δικαιωμάτων των ζώων μέσω του ιδρύματος που φέρει το όνομά της.
Στις αρχές Δεκεμβρίου, η Μπριζίτ Μπαρντό, θέλησε να καθησυχάσει τους θαυμαστές της που ανησυχούσαν για την υγεία της και το ίδρυμα Μπαρντό εξέδωσε ανακοίνωση επειδή δημοσιεύματα του Τύπου ανέφεραν ότι η 91χρονη νοσηλεύτηκε εκ νέου στην Τουλόν της νότιας Γαλλίας τον περασμένο μήνα έπειτα από νοσηλεία της εκεί τον Οκτώβριο, στη διάρκεια της οποίας υποβλήθηκε σε επέμβαση ήσσονος σημασίας, όπως ανακοίνωσε τότε το γραφείο της.


Ποια ήταν η Μπριζίτ Μπαρντό
Η Μπριζίτ Αν-Μαρί Μπαρντό γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1934 στο Παρίσι της Γαλλίας.
Ανακαλύπτει από νωρίς την κλίση της στον χορό και σπουδάζει μπαλέτο. Η μητέρα της την ενθαρρύνει να ακολουθήσει καριέρα μοντέλου. Στα 15 της, ποζάρει στο εξώφυλλο του γαλλικού περιοδικού Elle (1949), μαγεύοντας τους πάντες με την αψεγάδιαστη ομορφιά της.
Στις 8 Μαρτίου του 1950 έμελλε να συναντήσει τον άντρα που θα την έκανε σταρ. Ο Ροζέ Βαντίμ αντίκρισε το πρόσωπο της έφηβης τότε Μπαρντό στο εξώφυλλο του περιοδικού «Elle» και ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να κάνει.
Ο 21χρονος τότε Βαντίμ, εργαζόταν ως βοηθός του σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ. Του έδειξε το περιοδικό και του πρότεινε να χρησιμοποιήσουν το μοντέλο στην ταινία. Ο Αλεγκρέ δεν ήθελε και πολύ να πεισθεί. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να αντισταθεί στην ομορφιά της; Έτσι ζήτησε στον 21χρονο βοηθό του να την βρει και να την πείσει και εκείνος δέχθηκε με χαρά.
Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν και λίγα χρόνια αργότερα, όταν πια η Μπαρντό έγινε 18, ενώθηκαν και με τα ιερά δεσμά του γάμου.
Η Μπαρντό ήξερε εξαρχής ότι ο συγκεκριμένος άντρας ήταν το εισιτήριό της για να ξεφύγει από την αυστηρή οικογένειά της αλλά και να κατακτήσει τον κόσμο.

Ο Βαντίμ, από την πλευρά του, ήταν πρώτα μάνατζερ της Μπαρντό και μετά σύζυγος. Είχε αντιληφθεί την αξία της πανέμορφης νεαρής και είχε αποφασίσει να κάνει τον κόσμο να μιλάει ή καλύτερα να παραμιλάει, για αυτήν.
Το 1952 της εξασφάλισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Μανίνα, ο γυμνός θησαυρός».
Η Μπαρντό υποδυόταν, τον «γυμνό θησαυρό» ντυμένη με ένα αποκαλυπτικό μπικίνι. Μέχρι το 1956, το όνομά της είχε συνδεθεί με σέξι κωμωδίες, αλλά δεν ήταν ακόμη μια ηθοποιός παγκόσμιας φήμης.
Με την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα» το 1956, η Μπαρντό μπήκε στο πάνθεον του παγκόσμιου κινηματογράφου. Έγινε διεθνές σύμβολο του σεξ και η φαντασίωση κάθε άντρα.
Οι προχωρημένες για τα ήθη της εποχής ερωτικές σκηνές και η τολμηρή γύμνια της Μπαρντό, μέσα στην αισθησιακή δυναμική του φιλμ, θα έκαναν την ταινία δημοφιλέστατη στους σινεφίλ της εποχής και την ίδια το πιο λαμπρό αστέρι.
Ο μύθος «Μπεμπέ»
Ανοιχτόχρωμα ξανθά μακριά μαλλιά, μάτια τονισμένα με μαύρο eye-liner, βαμμένα χείλη, σέξι και εφαρμοστά ρούχα, ταγέρ, φούστες, φαρδιές ζώνες, τζιν, Τ-shirt, μπικίνι.
Ο μύθος «Μπεμπέ» έχει δημιουργηθεί και προκαλεί παραλήρημα στο πέρασμά της. Διάσημες προσωπικότητες όπως ο Φρανσουά Νουρισιέ, η Μαργκερίτ Ντυράς, και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ δείχνουν ενδιαφέρον για εκείνη και της αφιερώνουν ολόκληρα άρθρα.
Η Μπαρντό εκπροσωπούσε τη νέα, απελευθερωμένη και μοιραία γυναίκα, που δεν είχε κανένα ηθικό ενδοιασμό να εμφανιστεί γυμνή στις ταινίες της αλλά και κυνηγήσει τον έρωτα και εκτός του γάμου.

Στα γυρίσματα της ταινίας «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», η Μπαρντό διατηρούσε δεσμό με τον συμπρωταγωνιστή της, Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Τραγική ειρωνεία, ήταν ο ίδιος ο σύζυγός της ο Ροζέ Βαντίμ που τους προέτρεψε να έρθουν πιο κοντά για να είναι, λέει, πιο ρεαλιστική η ερμηνεία τους. Το 1957 η Μπαρντό εγκατέλειψε τον Βαντίμ για τον νέο εραστή της, τον ηθοποιό Ζακ Σαριέ.
Παντρεύτηκαν το 1959 και απέκτησαν ένα γιο, τον Νικολά. Όταν ήρθε το παιδί η Μπαρντό μεσουρανούσε στον κινηματογράφο, και ούτε σαν σκέψη δεν περνούσε από το μυαλό της να αφήσει τη λαμπερή ζωή για να αφιερωθεί στη μητρότητα.
Άφησε τον γιο της στους γονείς του συζύγου της, κάτι που εξόργισε την κοινωνία της εποχής. Ήταν έτοιμοι να δεχτούν μία σεξουαλικά απελευθερωμένη γυναίκα, αλλά όχι μία γυναίκα που εγκατέλειπε το παιδί της για να ζήσει μία ανέμελη ζωή. Η Μπαρντό δήλωσε ότι δεν ένιωθε έτοιμη να γίνει μητέρα και ποτέ δεν μετάνιωσε για την απόφασή της.
«Γρονθοκοπούσα το στομάχι μου και ζητούσα από τον γιατρό μου μορφίνη… Δεν άντεχα την θέα του κορμιού μου όταν ήμουν έγκυος. Σαν να είχα καρκινικό όγκο μέσα μου, που πεταγόταν και μου χαλούσε το καλλίγραμμο σώμα μου. Πολλές φορές ευχόμουν να είχα γεννήσει κουτάβι, παρά μωρό», γράφει σε ένα απόσπασμα της βιογραφίας της, για την οποία κλήθηκε να αποζημιώσει τον γιο αλλά και τον πρώην σύζυγό της με 28.000 δολάρια για ηθικές βλάβες που προκάλεσε στη ζωή του παιδιού της Νικολά εξαιτίας των χαρακτηρισμών που του απέδωσε μέσα από το βιβλίο της.

Ο δικηγόρος της ηθοποιού, την υπερασπίστηκε, υποστηρίζοντας ότι την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πελάτισσα του, ο Νικολά ήταν έμβρυο. Επομένως, πως μπορείς να δημιουργήσεις ηθικές βλάβες σε ένα πλάσμα που δεν έχει γεννηθεί;
Η «θεά» Μπριζίτ, έχει παραδεχθεί σε πολλές συνεντεύξεις της ότι δεν πίστεψε ποτέ στους δεσμούς αίματος. Ο γιος της μεγάλωσε με τον πατέρα του και η ίδια τον έβλεπε δυο φορές τον χρόνο. Όταν παντρεύτηκε και έκανε την δική του οικογένεια, δεν τους έβλεπε ποτέ, επειδή ο εκείνος επέλεξε να την κρατήσει μακριά από τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Η απόπειρα αυτοκτονίας
Οι άντρες την ποθούσαν και οι γυναίκες τη ζήλευαν ή επεδίωκαν να της μοιάσουν. Το 1960, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του φιλμ «La Verité», τη μέρα ακριβώς των 26ων γενεθλίων της, η Μπαρντό θα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια, η οποία ευτυχώς δεν θα τελεσφορήσει.
Χρόνια αργότερα, η ηθοποιός θα αποκαλύψει πόσο εφιαλτική είχε κάνει τη ζωή της όλη αυτή η λάμψη και η δημοσιότητα.
«Είμαι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, έχω μια μύτη και ένα στόμα, έχω αισθήματα και σκέψεις, αλλά η ζωή μου γίνεται ανυπόφορη. Η ψυχή μου δεν μου ανήκει πια. Για μένα, το βεντετιλίκι είναι μια βιτρίνα. Δεν μπορώ να ζήσω όπως επιθυμώ. Η ύπαρξή μου είναι απλά υπόγεια. Ναι, θέλω να αισθανθώ το φρέσκο αέρα σπίτι μου, δεν μπορώ να ανοίξω το παράθυρο, γιατί θα υπάρχει ένας φωτογράφος καθισμένος στη στέγη απέναντι. Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου για τα οποία δεν μπορώ να πω ότι μου ανήκουν», είχε πει η ίδια.
Το 1972, σε ηλικία 38 ετών, αποφασίζει να αποσυρθεί από το χώρο του θεάματος και να αφοσιωθεί στον φιλοζωικό ακτιβισμό. Και η αλήθεια είναι ότι το ‘πε και το ‘κανε. Πράγματι δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στη μεγάλη οθόνη. Αφοσιώθηκε στον ακτιβισμό και στην προστασία των ζώων, ίδρυσε φιλοζωικό σύλλογο και παντρεύτηκε πρώην σύμβουλο του ακροδεξιού κόμματος του Λε Πεν.
«Ποτέ δεν μου άρεσε ο θόρυβος, απεχθανόμουν τη φασαρία. Σιχαίνομαι τα σκάνδαλα. Ήμουν απλά ειλικρινής στα "θέλω" και στην αλήθεια μου» ήταν τα λόγια της πριν το τέλος της καριέρας της.
Εξέφρασε την υποστήριξή της στην πρόεδρο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, το 2012.
Η Μπαρντό έχει κατηγορηθεί πολλάκις για τις ρατσιστικές της δηλώσεις και έχει πληρώσει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε αποζημιώσεις.
Τα τελευταία χρόνια της ζούσε στη βίλα της στο Σεν Τροπέ έχοντας συντροφιά δεκάδες γάτες και σκυλιά.
