Για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα οι συνθήκες στην Γάζα παραμένουν πολύ δύσκολες παρά την εκεχειρία

Για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα οι συνθήκες στην Γάζα παραμένουν πολύ δύσκολες παρά την εκεχειρία

Η περίθαλψη που παρέχεται εκεί παραμένει κάτω από τις προδιαγραφές

Οι συνθήκες για τα μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού και τους ασθενείς τους στη Γάζα παραμένουν πολύ δύσκολες παρά την εύθραυστη εκεχειρία που ισχύει από τον Οκτώβριο στον μικρό παλαιστινιακό θύλακα, προειδοποίησε ο πρόεδρος της ιατρικής μη κυβερνητικής οργάνωσης Γιατροί Χωρίς Σύνορα (ΓΧΣ) σε συνέντευξη στο Γαλλικό Πρακτορείο.

Τον Οκτώβριο, το Ισραήλ και το παλαιστινιακό κίνημα Χαμάς αποδέχτηκαν μια συμφωνία εκεχειρίας που υποστηρίχτηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία επρόκειτο να επιτρέψει την εισροή βοήθειας σε ένα κατεστραμμένο έδαφος από δύο χρόνια πολέμου.

«Παραμένει το ίδιο δύσκολο», δήλωσε την Κυριακή ο Τζάβιντ Αμπντέλμονιμ, ο οποίος εργάστηκε ως γιατρός στη Γάζα το 2024, αναφερόμενος στις συνθήκες μέσα στα νοσοκομεία.

«Ακόμη και αν είμαστε σε θέση να συνεχίζουμε να κάνουμε εγχειρήσεις, τοκετούς, να θεραπεύουμε τις πληγές», η περίθαλψη που παρέχεται εκεί παραμένει «κάτω από τις προδιαγραφές», ακόμη κι αν η σποραδική βία συγκλονίζει τη Γάζα, με τις δύο πλευρές να αλληλοκατηγορούνται ότι παραβιάζουν την εκεχειρία.

«Βλέπουμε να φθάνουν τραυματίες στις υπηρεσίες εκτάκτων καταστάσεων όπου εργαζόμαστε σε όλο» τον θύλακα, αναφέρει.

«Δεν είναι αρκετή η βοήθεια»

Ο ΟΗΕ και άλλοι παράγοντες ανθρωπιστικής βοήθειας ζητούν περισσότερη πρόσβαση προκειμένου να εισέρχονται αυτοκινητοπομπές στη Γάζα, ενώ το Ισραήλ αντιστέκεται στις εκκλήσεις να αφήσει τις αυτοκινητοπομπές να περάσουν μέσω του σημείου διέλευσης της Ράφας με την Αίγυπτο.

Από την αρχή της εκεχειρίας η βοήθεια, σύμφωνα με τον πρόεδρο των ΓΧΣ, «δεν είναι αρκετή».

«Δεν υπάρχει ουσιαστική αλλαγή και αυτή η βοήθεια εργαλειοποιείται. Επομένως για εμάς, αυτό παραμένει ένα στοιχείο της γενοκτονίας που είναι σε εξέλιξη. Χρησιμοποιείται ως αντάλλαγμα, και αυτό είναι κάτι που δεν θα έπρεπε να αφορά την ανθρωπιστική βοήθεια», εκτιμά ο Τζάβιντ Αμπντέλμονιμ.

Το Ισραήλ απορρίπτει ως «ψευδείς», «αντισημιτικές» ή «κατασκευασμένες» τις κατηγορίες περί γενοκτονίας στη Γάζα που απαγγέλλονται σε βάρος του, κυρίως από τη Διεθνή Αμνηστία.

Ο πρόεδρος των ΓΧΣ σημειώνει την έλλειψη προμηθειών και την καταστροφή των νοσοκομείων εντός του παλαιστινιακού εδάφους, η οποία δεν αντισταθμίζεται από τη τοποθέτηση κινητών νοσοκομειακών μονάδων.

«Αυτά τα δύο στοιχεία οδηγούν στην αύξηση των ποσοστών μόλυνσης, της διάρκειας της νοσοκομειακής νοσηλείας και σε έναν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών», διευκρινίζει.

«Επιθέσεις στο Σουδάν»

Ο πρόεδρος των ΓΧΣ ανησυχεί επίσης για την ασφάλεια του ιατρικού προσωπικού στο Σουδάν, όπου στα τέλη Οκτωβρίου οι παραστρατιωτικοί των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (ΔΤΥ) πήραν τον έλεγχο της πόλης Ελ Φάσερ, πρωτεύουσας του κρατιδίου του Βορείου Νταρφούρ, τελευταίο προπύργιο του στρατού στην τεράστια περιοχή του δυτικού Σουδάν.

Η τελική προώθηση των παραστρατιωτικών, έπειτα από μια σκληρή πολιορκία 18 μηνών, χαρακτηρίστηκε από πληροφορίες που έκαναν λόγο για γενικευμένες ωμότητες.

«Ένα στοιχείο παραμένει συνεχές, δεν έχει σημασία πού βρίσκεστε στο Σουδάν ούτε έχει σημασία ποιός ελέγχει το έδαφος: οι επιθέσεις κατά των δομών υγείας και οι αποκλεισμοί εμποδίζουν τη μεταφορά προμηθειών και την παροχή ιατρικής περίθαλψης», υπογραμμίζει.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) είχε καταγγείλει στα τέλη Οκτωβρίου τον φόνο περισσοτέρων από 460 ανθρώπων μέσα σε μαιευτήριο στο Ελ Φάσερ.

Και στις 4 Δεκεμβρίου, πλήγματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη που αποδόθηκαν στους Σουδανούς παραστρατιωτικούς έπληξαν ένα νοσοκομείο και ένα νηπιαγωγείο στο Καλόγκι, στον νότο της χώρας, με αποτέλεσμα 114 άνθρωποι να σκοτωθούν, εκ των οποίων 63 ήταν παιδιά, σύμφωνα με την ίδια πηγή.

«Τα δύο στρατόπεδα πρέπει να επιτρέψουν στους εργαζόμενους στον ανθρωπιστικό τομέα και στο ιατρικό προσωπικό να κυκλοφορούν ελεύθερα, να επωφελούνται από μια προστασία και να έχουν πρόσβαση στον πληθυσμό», τονίζει.

Προσθέτει ότι οι ιατρικές ομάδες της ΜΚΟ, που υποδέχονται εκτοπισμένους στο Σουδάν και το γειτονικό Τσαντ, είναι αντιμέτωποι με «σπαρακτικές αφηγήσεις σεξουαλικής και εθνοτικής βίας, εκβιασμού", καθώς και με "στοιχεία που υποδηλώνουν συνθήκες που μοιάζουν με λιμό».

Στην Ταουίλα, μια πόλη που φιλοξενεί ήδη περισσότερους από 650.000 ανθρώπους που διέφυγαν από το Ελ Φάσερ και το γειτονικό στρατόπεδο Ζαμζάμ, επίσης υπό τον έλεγχο των ΔΤΥ, επιζήσαντες αναφέρουν "ότι μέλη των οικογενειών τους τέθηκαν υπό κράτηση και δεν ξαναεμφανίστηκαν ποτέ".

«Συνεπώς το ερώτημά μας είναι: τι συνέβη σε αυτό τον πληθυσμό;», καταλήγει ο πρόεδρος των ΓΧΣ, ζητώντας όπως και ο ΟΗΕ τη διενέργεια «ανεξάρτητης έρευνας».