Ονοματοδοσία και βάπτιση: Ποιες διαφορές προβλέπει ο νόμος

Υπάρχουν επιπτώσεις αν οι γονείς επιλέξουν να δώσουν όνομα στο παιδί τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο;

Γονείς ή μελλοντικοί γονείς ενίοτε μπορεί να αναρωτηθούν αν η βάπτιση είναι υποχρεωτικό μυστήριο και ποιες κυρώσεις μπορεί να έχει η μη τέλεσή του. Εννοείται ότι η βάπτιση, όπως και ο γάμος αποτελεί ένα σπουδαίο μυστήριο της Εκκλησίας μας και απαραίτητη ευλογία για το νέο μέλος της κοινωνίας μας. Ωστόσο, στις μέρες της οξύτατης οικονομικής κρίσης, μπορεί κάποιος να σκεφθεί ότι δεν έχει τα οικονομικά μέσα για να τελέσει το μυστήριο αυτό. Οπότε υφίσταται και το ερώτημα αν η μη τέλεση βάπτισης συνεπάγεται κάποιες νομικές κυρώσεις.

Ας δούμε λοιπόν το θέμα λίγο πιο αναλυτικά:

Υπάρχουν λοιπόν δύο τρόποι ονοματοδοσίας. Ο ένας τρόπος είναι μέσω της βάφτισης και ο άλλος αποτελεί μια απλή ληξιαρχική πράξη μαζί με τη ληξιαρχική πράξη γέννησης.

Σχετικά με την ονοματοδοσία, o Συνήγορος του Πολίτη ορίζει τα εξής:

Η ονοματοδοσία αποτελεί την αποκλειστική διαδικασία κτήσης ονόματος νεογνού, απαιτείται ακόμη και επί ήδη δηλωθείσης (ή ταυτοχρόνως δηλουμένης) βαπτίσεως, και προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση εξουσιοδότηση του απόντος γονέως. Αντίθετα, η καταχώριση βάπτισης έχει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα την αναγραφή θρησκεύματος και ουδόλως επιδρά στο ήδη δηλωθέν (ή ταυτοχρόνως δηλούμενο) όνομα, ενώ πράγματι μπορεί να γίνει χωρίς εξουσιοδότηση γονέως.

Η εκδοχή, ότι σε ονοματοδοσία προβαίνουν μόνον όσοι δεν τελούν βάπτιση ή ότι επί τελεσθείσης βαπτίσεως παρέλκει η ονοματοδοσία, όχι μόνο δεν έχει νομικό έρεισμα, αλλά αποτελεί καταναγκασμό πολιτών σε ακούσια ληξιαρχική καταγραφή θρησκεύματος, δηλαδή ένα ενδεχόμενο σαφώς αντίθετο στο Σύνταγμα (αποφάσεις 2279-2286/2001 Συμβουλίου Επικρατείας: «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί … κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους, και καμία κρατική αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο χώρο αυτό της συνείδησης του ατόμου και να αναζητούν το θρησκευτικό του φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων του ατόμου αναφορικά με το θείο»).

Συνεπώς, αν ένας γονέας, κατ’ αρχήν προτιθέμενος να προβεί μόνο σε ονοματοδοσία του τέκνου του, εξαναγκασθεί να προβεί, τελικώς, σε δήλωση βάπτισης, δικαιούται να εγκαλέσει τη διοίκηση για παραβίαση συνταγματικού του δικαιώματος και ν’ αξιώσει επαναφορά των πραγμάτων στη νόμιμη κατάσταση αυτών βάσει της αρχικής του επιθυμίας, ήτοι καταχώριση ονοματοδοσίας και διαγραφή της δήλωσης βάπτισης.

Έτσι, ακριβώς όπως μία δήλωση ονοματοδοσίας δεν είναι δυνατό να εκληφθεί και ως δήλωση «βάπτισης» αν δεν συνοδεύεται από βεβαίωση θρησκευτικού λειτουργού, έτσι και μία δήλωση βάπτισης δεν είναι δυνατό να εκληφθεί και ως δήλωση «ονοματοδοσίας» αν δεν συνυπογράφεται από αμφοτέρους τους γονείς ή δεν συνοδεύεται από εξουσιοδότηση του απόντος γονέως, καθ’ όσον η επιλογή ονόματος ανάγεται στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, ήτοι αποτελεί δικαίωμα αμφοτέρων των γονέων ανεξάρτητα από ενδεχόμενη ανάθεση της επιμέλειας του προσώπου σε έναν εξ αυτών (απόφαση 1321/92 Αρείου Πάγου).

Χρύσα Τσιώτση, Δικηγόρος

[email protected]