Πότε πρέπει να λαμβάνεται DNA για εξακρίβωση αξιόποινων πράξεων

Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει πειστήριο εγκλήματος;

Για εξακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων, η Αστυνομία συλλέγει γενετικό υλικό -ακόμη και διά της βίας και κατά βούληση- και το διατηρεί για όσο κρίνει αυτή σωστό, χάρη στη νομοθετική ρύθμιση κ. Δένδια το 2009.

Έτσι, η δυνατότητα λήψης DNA από τις αρμόδιες διωκτικές αρχές έχει καταστεί ιδιαίτερα ευρεία μετά και την τροποποίηση του άρθρου 200Α από τον Ν. 3783/2009, αφού πλέον καλύπτει όλα τα κακουργήματα αλλά και τα περισσότερα πλημμελήματα.

Το γενετικό υλικό συλλέγεται από τις διωκτικές αρχές και μάλιστα υποχρεωτικά για όλους όσοι θεωρούνται βάσει σοβαρών ενδείξεων ύποπτοι, ακόμη και για πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών μηνών.

To πεδίο εφαρμογής του τεράστιου αρχείου γενετικού υλικού πολιτών, υπόπτων, κατηγορουμένων διευρύνεται υπέρμετρα και αφορά πλέον σχεδόν το σύνολο των αδικημάτων του Ποινικού Κώδικα. Αποθηκεύεται στην Ελληνική Αστυνομία για απεριόριστο χρόνο και χρησιμοποιείται σε εγκληματικές έρευνες. Είναι αρκετό να έχει γίνει λήψη γενετικού υλικού για μια συγκεκριμένη ποινική δικογραφία, για να αξιοποιηθεί το συγκεκριμένο δείγμα που δόθηκε για τη διαλεύκανση άλλων αδικημάτων στο μέλλον.

Η σύνθετη διαδικαστική ενέργεια της ανάλυσης DNA διακρίνεται στις επιμέρους ανακριτικές πράξεις της συλλογής του βιολογικού υλικού και εν συνεχεία της αποκωδικοποίησης των ενσωματωμένων σ’ αυτό δεδομένων με τη βοήθεια εργαστηριακής εξέτασης. Η ανάλυση περιορίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο (200Α § 1 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Αν η ανάλυση  είναι θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας.

Αν η ανάλυση  είναι αρνητική, το γενετικό υλικό και τα γενετικά αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως. Αν όμως η ανάλυση είναι θετική, το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. Η λειτουργία του αρχείου εποπτεύεται από αντεισαγγελέα ή εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

Επί της ουσίας, αφέθηκε στην ευχέρεια των αστυνομικών να κρίνουν εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διενέργεια ανάλυσης DNA, δηλαδή εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση αδικήματος και αν το μέτρο τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.

Παράλληλα, θεσπίστηκε και το υποχρεωτικό της λήψης. Τί γίνεται όμως όταν ο πολίτης αρνηθεί να δώσει DNA; Γεννάται το ερώτημα πώς κάποιος υποχρεώνεται σε λήψη DNA; Ως προς αυτό το θέμα, υπάρχει ασάφεια στο νόμο

Με την υπ’ αρ. 15/2011 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Κονταξή, επετράπη η δια της βίας απόσπαση γενετικού υλικού από υπόπτους για ποινικά αδικήματα.

Βέβαια όταν το υλικό είναι προσωπικό (λήψη αίματος, σπέρματος), ο εξαναγκασμός θα πρέπει να απαγορευθεί εκτός φυσικά και  εάν πρόκειται για  πολύ σοβαρά εγκλήματα.

Εάν όμως πρόκειται για πλημμελήματα, ο εξαναγκασμός για τη λήψη DNA δεν δικαιολογείται και μπορεί να θεωρηθεί προσβολή της προσωπικότητας διότι δεν πρόκειται για τόσο σοβαρά εγκλήματα ώστε να δικαιολογείται ο εξαναγκασμός σε λήψη γενετικού υλικού.

Εξάλλου, το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογήσει την τήρηση επ’ αόριστον των γενετικών αποτυπωμάτων ούτε και για καταδικασθέντες διότι  το κράτος έχει υποχρέωση αυξημένης προστασίας απέναντί τους προκειμένου να επανενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο μετά την έκτιση της ποινής.

Επομένως, η λήψη γενετικού υλικού χωρίς τη συναίνεση του υπόπτου με βάση το άρθρο 200Α ΚΠΔ επιτρέπεται μόνο εφόσον η ταυτοποίηση του προσώπου δεν προκύπτει, ήδη, από άλλα αποδεικτικά μέσα.

Εξάλλου, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει γνωμοδοτήσει ότι η λειτουργία τράπεζας DNA, χωρίς την εποπτεία της ανεξάρτητης αρχής που διαθέτει την κατάλληλη στελέχωση και τεχνογνωσία, προσκρούει στο Σύνταγμα και σε άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρα 3 και 8)

Ειδικότερα προβλέπεται:

 Άρθρo 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:  Απαγόρευση τωv βασαvιστηρίωv. Ουδείς επιτρέπεται vα υπoβληθή εις βασάvoυς oύτε εις πoιvάς ή μεταχείρισιv απαvθρώπoυς ή εξευτελιστικάς.

 Άρθρo 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:. Δικαίωμα σεβασμoύ της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής. 1. Παv πρόσωπov δικαιoύται εις τov σεβασμόv της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής τoυ, της κατoικίας τoυ και της αλληλoγραφίας τoυ. 2. Δεv επιτρέπεται vα υπάρξη επέμβασις δημoσίας αρχής εv τη ασκήσει τoυ δικαιώματoς τoύτoυ, εκτός εάv η επέμβασις αύτη πρoβλέπεται υπό τoυ vόμoυ και απoτελεί μέτρov τo oπoίov, εις μίαv δημoκρατικήv κoιvωvίαv, είvαι αvαγκαίov δια τηv εθvικήv ασφάλειαv, τηv δημoσίαv ασφάλειαv, τηv oικovoμικήv ευημερίαv της χώρας, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και τηv πρόληψιv πoιvικώv παραβάσεωv, τηv πρoστασίαv της υγείας ή της ηθικής, ή τηv πρoστασίαv τωv δικαιωμάτωv και ελευθεριώv άλλωv.

 

Χρύσα Τσιώτση

Δικηγόρος

[email protected]