Πυρκαγιά Μάτι: «Τους άφησαν στο έλεος, δεν έκαναν απολύτως τίποτα» – «Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής…»

Πυρκαγιά Μάτι: «Τους άφησαν στο έλεος, δεν έκαναν απολύτως τίποτα» – «Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής…»

Συγκλονιστικές οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν την πύρινη κόλαση και έχασαν δικούς τους

Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες ανθρώπων που κατάφεραν να ξεφύγουν από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι αλλά και συγγενών θυμάτων καθήλωσαν το δικαστήριο όπου εκδικάζεται η υπόθεση για τη φονική πυρκαγιά. Οι μάρτυρες περιέγραψαν τις αγωνιώδεις προσπάθειες τους να εντοπίσουν μέλη των οικογενειών τους περιγράφοντας ανθρώπινες ιστορίες που είχαν ως κοινό παρονομαστή πως τις κρίσιμες στιγμές δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος για να «δείξει» το δρόμο προς την έξοδο. «Ήμασταν μόνοι μας» κατέθεσε με κατηγορηματικό τρόπο ο Νίκος Τσάμπρος ο οποίος έχασε τον πατέρα του στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από τον εφιάλτη κινούμενοι με δυο αυτοκίνητα.

«Ο πατέρας μου πήρε το σκύλο μαζί τον έβαλε στο αμάξι και γύρω στα 6:50 φύγαμε από το σπίτι. Έφευγαν αρκετοί, από τη γειτονιά. 100 μέτρα από το σπίτι μας κατάλαβα πως ήταν αδύνατον να περάσω. Ο πατέρας μου ήταν ένα αυτοκίνητο πίσω από εμένα… Έκανα αναστροφή και ένας γείτονάς μου, μου φώναξε να φύγουμε από άλλο δρόμο. Ξαφνικά πέφτανε πύρινες μπάλες, ακούγονταν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σαν να ήταν σε πόλεμο. Θεωρούσα, ωστόσο, ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω. Περιμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ακολουθούσε. Ξεκίνησα να τον παίρνω τηλέφωνο δεν τον έβρισκα. Περιμέναμε χωρίς ανταπόκριση...» κατέθεσε ο μάρτυρας ο οποίος εκτίμησε πως ο πατέρας του απανθρακώθηκε γύρω στις 6 το απόγευμα και σημείωσε πως είδε μόνο ιδιώτες να προσπαθούν να τους βοηθήσουν.

Η αδελφή του ήταν εκείνη που εντόπισε τον πατέρα τους, μέσα στο αυτοκίνητο του, 100 μέτρα μακριά από το σπίτι τους. «Τους άφησαν στο έλεος, δεν έκαναν απολύτως τίποτα», ανέφερε χαρακτηριστικά η Παρασκευή Τσάμπρου.

Με δάκρυα στα μάτια, η μάρτυρας περιέγραψε πως είδε τον απανθρακωμένο πατέρα της πεσμένο στο κάθισμα του συνοδηγού με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. «Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορπ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει το σκύλο μέσα για να μην φοβηθεί», είπε η κ. Τσάμπρου έντονα φορτισμένη και συνέχισε «Δε το κάνανε. Το έκανα εγώ. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί. Έφυγα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Τον πατέρα μου πήγαν να τον παραλάβουν στις 7 το πρωί, την άλλη ημέρα. Κανείς δε μας ενημέρωσε για τα επόμενα στάδια. Μόνη μου έψαξα για να βρω τηλέφωνα και τις υπηρεσίες που θα έπρεπε να πάω. Μου είπαν αρχικά για Γουδί και μετά μου είπαν «κακώς σας είπαν να πάτε στο Γουδί έπρεπε να πάτε στο Σχιστό». Μετά μας έστειλαν πάλι στο Γουδί, όλη την ημέρα αυτή η ιστορία, πέρα δώθε».

Η νεαρή γυναίκα κατέθεσε πως η τελευταία επικοινωνία με τον πατέρα της ήταν στις 17:41. «Έφυγαν με δυο αυτοκίνητα. Στο ένα ήταν ο πατέρας μου με το σκύλο μας. Στο άλλο ο αδελφός μου, η μητέρα μου και ο παππούς μου. Περίπου 100 μέτρα από το σπίτι μας ξαφνικά τους περικύκλωσε ένα μαύρο πέπλο καπνού, ο αδελφός μου έκανε αναστροφή και προσπάθησαν να φύγουν από άλλη κατεύθυνση... ….Εκείνες τη στιγμές προσπαθούσα να τους καλέσω…» ανέφερε τονίζοντας πως δεν υπήρχε κανείς για να ενημερώσει τους κατοίκους ότι έπρεπε να φύγουν, να εκκενώσουν. «Απλά τους άφησαν έτσι στο έλος…. Ο παππούς μου, η μητέρα μου και ο αδελφός μου σώθηκαν από θαύμα» τόνισε η μάρτυρας και συνέχισε λέγοντας: «Από τότε προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στη Κινέττα….».

Η σύζυγος του θύματος, Μαρία Τσάμπρου συγκινημένη κατέθεσε πως ο άντρας της κάηκε ζωντανός. «Μαρτύρησε. Εγώ, ο πατέρας μου και ο γιος μου ζούμε κατά τύχη, δε ξέραμε που πηγαίναμε, δεν γνωρίζαμε τίποτα. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας είναι δυνατόν; Ένα ελικόπτερα να περάσει δεν άκουσα, μια σειρήνα να ηχήσει δεν άκουσα, τόσες οικογένειες να διαλυθούν; Δε ξέρω τι να πω….» είπε και όταν κλήθηκε από την έδρα να πει αν ζήτησε εξηγήσεις για όσα συνέβησαν εκείνη απάντησε φορτισμένη: «Τι να την κάνω την εξήγηση; Δε μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου, έχασα τον άνδρα μου. Να πουν τι; Γιατί δεν μπόρεσαν;».

«Η διαδρομή του αδελφού μου προς διάσωση ήταν θανάσιμη»

Τη σκυτάλη των μαρτυρικών καταθέσεων πήρε η Μαργαρίτα Φύτρου η οποία την μοιραία ημέρα έχασε μέσα στις φλόγες τον αδελφό και τα δυο ανίψια της. Στην συγκλονιστική μαρτυρία της η γυναίκα περιέγραψε τις αλλεπάλληλες προσπάθειες που έκανε για να επικοινωνήσει με την οικογένεια του αδελφού της αλλά και τη στιγμή που έμαθε πως η ανιψιά της Εβίτα δεν βρισκόταν πια στη ζωή. «Στις 3 τα ξημερώματα μου τηλεφώνησε η σύζυγος του αδελφού μου και μου είπε το «Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό». Πήγα στο Μάτι, συνάντησα τη γειτόνισσά μας που σώθηκε φεύγοντας προς Ραφήνα. Πρώτη έφυγε αυτή, πίσω ήταν ο αδελφός μου. Η διαδρομή του αδελφού μου προς διάσωση ήταν θανάσιμη. Την άλλη ημέρα εντός του οικοπέδου Φράγκου, βρέθηκε ο μικρούλης Ανδρέας και ο αδελφός μου» κατέθεσε η μάρτυρας η οποία υπογράμμισε πως ο αδελφό της «διακρινόταν για τη στοργικότητα του ως πατέρας και εάν είχε λάβει στοιχειώδη ενημέρωση θα είχε φύγει νωρίτερα».

«Το αυτοκίνητο του βρέθηκε ανέπαφο κατά τραγική ειρωνεία στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Στις κρίσιμες ώρες που ο αδελφός μου βίωνε αυτό η Πολιτεία ήταν παντελώς ανύπαρκτη» τόνισε η μάρτυρας η οποία εξέφρασε την άποψη πως στην περίπτωση που είχε ενεργοποιηθεί το «112» θα είχαν σωθεί οι άνθρωποι.

«Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Όλοι έπρατταν κατά τη δική τους κρίση. Εάν είχε δεχθεί βοήθεια θα ζούσαν. Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων και των εγκαυματιών» κατέθεσε συμπληρώνοντας πως ο πατέρας της έφυγε με αυτό τον καημό μετά από εννέα μήνες.

«Είναι λελογισμένο και επιβεβλημένο όλοι αυτοί που δεν έσπευσαν, όλοι αυτοί που ευθύνονται για τα λάθη και τις παραλείψεις της Πολιτείας, να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να τιμωρηθούν. Να δώσει το δικαστήριο μία δίκαιη τιμωρία για υπαίτιους. Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής…» είπε η μάρτυρας απευθυνόμενη στους δικαστές.