Μαμά, κοίτα ένα μαύρο δάσος – Το γιατί μιας τραγωδίας και το ανέλπιστο μάθημα ζωής

Μαμά, κοίτα ένα μαύρο δάσος – Το γιατί μιας τραγωδίας και το ανέλπιστο μάθημα ζωής

Πώς απαντάς σε ένα νήπιο για την φονική πυρκαγιά της Αττικής

Καθώς το αυτοκίνητο τσουλά στη λεωφόρο Μαραθώνος, ο μικρός κάθεται στο καθισματάκι του, στο κάθισμα πίσω από μένα. Κοιτάει έξω – αυτό που εγώ δεν θέλω να κοιτάω. Η πρόταση του, με ελαφρώς ερωτηματικό τόνο στο τέλος, με χτύπησε σαν κεραυνός: «Μαμά, κοίτα ένα μαύλο (σ.σ. το «ρ» ακόμη δεν μπορεί να το προφέρει) δάσος. Τι είναι αυτό;».

Ο κόμπος που έχει δεθεί στο λαιμό μου από το πρωί της μαύρης Δευτέρας της 24ης Ιουλίου σαν να λύνεται και ανεβαίνει πια ως δάκρυα στα μάτια μου. Ό,τι είδα, ό,τι διάβασα, ό,τι άκουσα και με στοίχειωσε νύχτα και μέρα βρίσκει τρόπο να αναδυθεί και να με κατακλύσει.

Και τώρα; Πώς εξηγούν σε ένα παιδάκι, σε ένα μωρό ούτε 2,5 ετών «τι είναι αυτό;». Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτό το πλάσμα δεν είναι καν σε θέση – ευτυχώς- να ξέρει για τους ανθρώπους που έφυγαν τόσο άδικα, για το μέγεθος της καταστροφής σε σπίτια, σε αυτοκίνητα, σε προσωπικά υπάρχοντα, για το μέγεθος της περιβαλλοντικής καταστροφής και για τις νέες πληγές του Φαραώ που μπορεί αυτή να προκαλέσει (βλ. πλημμύρες).

«Να, ξέρεις, αγόρι μου, θυμάσαι πού έχουμε πει ότι πρέπει να προσέχουμε τη φωτιά;».

Μαζεύω τις λέξεις μια προς μια. Πένητας… Μου λείπουν οι λέξεις, μου λείπουν οι περιγραφές, μου λείπουν οι εξηγήσεις…

Όλα είχαν γίνει έτσι όπως δεν έπρεπε να είχαν γίνει: ανθρώπινα λάθη, λάθη σχεδιασμού, λάθη στρατηγικής, λάθη επιλογών πολιτικής, οι ανυπέρβλητες καιρικές και φυσικές συνθήκες οδήγησαν σε μια άνευ προηγουμένου τραγωδία.

«Θυμάσαι που σου είχα πει ότι αν κάνουμε μια ζημιά πρέπει να προσπαθούμε να τη διορθώσουμε; Γιατί μετά θα φέρει και άλλες ζημιές; Που έχουμε πει ότι όταν σπάει ένα ποτήρι, πρέπει να το μαζέψουμε γιατί μετά θα μας κόψει το γυαλί και θα χτυπήσουμε κι άλλο;».

Ο μικρός εξακολουθεί να κοιτάει έξω. Δεν του έχω πει τίποτε αξιόλογο μέχρι στιγμής.

Μια μικρή ομάδα ανθρώπων κάθονται σε μια καφετέρια, που γνωρίζω εδώ και χρόνια. Δεν είναι όπως την ήξερα μέχρι πριν δέκα μέρες. Είναι καψαλισμένη, τα κουφώματά της μισοκατεστραμμένα, η πέργκολα ένας σκελετός αποκαΐδια παραμερισμένα σε μια γωνιά. Μόνον τα τραπεζάκια και οι καρέκλες που κάθονται αυτοί οι άνθρωποι είναι καθαρές. Τις έπλυναν, τις καθάρισαν (δεν φαίνονται καινούριες) και τώρα κάθονται. Είναι μελαγχολικοί αλλά όχι καταρρακωμένοι. Φαίνεται πως έχουν το κουράγιο να συζητούν για το αύριο.

Το αυτοκίνητο στρίβει αριστερά. Στο μαύρο τοπίο η εικόνα με ξαφνιάζει. Αυτό που αντικρύζω είναι ανέλπιστο. Για μένα. Γιατί εκεί, λίγο μετά τη στροφή κρυβόταν ένα ανέλπιστο μάθημα ζωής για μένα. Εκεί βρίσκεται η απάντηση που τόσο έψαχνα να δώσω σε εκείνη την ερώτηση – κεραυνό. Εκείνο που μπορεί να κάνει ό,τι και αν πω όχι ένα ψέμα, μια υπεκφυγή, ένα κουκούλωμα, ένα μισόλογο. Αλλά μου επιτρέπει να πω την αλήθεια, την αλήθεια μου. Να πω αυτό που θα είναι και αληθές και επαρκές, που δεν θα απενοχοποιεί κανέναν που δεν πρέπει αλλά και που δεν θα αναβλύζει μια μάταια οργή: μια ομάδα νεαρών ανθρώπων, ντυμένοι με ρούχα που έχουν βρωμίσει, με μάσκες στο στόμα και άσπρο διάλυμα στα μάτια και τα πρόσωπά τους για να μην τους πειράξει η στάχτη μαζεύουν καμμένα αντικείμενα, άλλος τα βάζει σε ένα καρότσι, άλλος καθαρίζει με σκούπα, δυο μαζεύουν σε πλαστικές σακούλες. Είναι χαμογελαστοί. Ξέρουν πως αυτό που κάνουν είναι καλό. Και είναι σημαντικό. Και προσφέρει. Είναι εθελοντές που βοηθάνε όπως μπορούν στο να σταθεί και πάλι κάτι όρθιο.

«Αγοράκι μου, θυμάσαι που έχουμε πει ότι πρέπει να μαθαίνουμε από ό,τι μας συμβαίνει; Θυμάσαι που έχουμε πει ότι πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να φτιάξουμε κάτι αν χαλάσει; Και θυμάσαι που έχουμε πει ότι πρέπει να βοηθάμε τον άλλο όσο μπορούμε; Ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι λίγο, δεν έχει σημασία να τα κάνουμε πάντα όλα; Κάνουμε ό,τι μπορούμε, ό,τι προλαβαίνουμε, ό,τι νομίζουμε ότι είναι σωστό; Και πως μαθαίνουμε από ό,τι κάνουμε; Και την επόμενη φορά το κάνουμε λίγο καλύτερο; Κοίτα αυτούς αγόρι μου! Η φωτιά έκανε πολύ μεγάλη ζημιά αλλά αυτοί οι άνθρωποι τώρα κάνουν ό,τι μπορούν και μαζεύουν και τακτοποιούν. Και μαθαίνουν…».

«Α, κάνουν δουλειές και θα το φτιάξουν ε μαμά;». Όσο κεραυνός ήταν η πρώτη ερώτηση, τόσο γαλήνη είναι αυτή.

Ναι θα το φτιάξουν! Και ακόμη και ότι δεν μπορέσουν να φτιάξουν θα έχουν το κέρδος ότι προσπάθησαν. Και ότι πίστεψαν στη δύναμή τους! Στη δύναμη της δημιουργίας, όχι της καταστροφής. Αυτή που κάνει τον Κόσμο να προχωρά… Από την αρχή του Χρόνου…

Και πως τα μαθήματα που πήραν και δίνουν θα κάνουν όλα μα όλα αυτά που χάθηκαν να μην πέσουν στη μαύρη τρύπα της λήθης. Θα θυμούνται. Και θα μαθαίνουν. Και θα μαθαίνουν και οι άλλοι από αυτούς. Να, όπως έμαθα εγώ. Και θα το θυμάμαι. Και αυτό είναι που νικά την πιο «θανάσιμη» ίσως κατάσταση, τη ματαιότητα.

Και αυτό που νιώθω πια είναι η ευγνωμοσύνη για το πιο ανέλπιστο μάθημα που θα μπορούσα να πάρω…