Κάθε ασθενής με διαβήτη είναι διαφορετικός

Ως ακρογωνιαίο λίθο στην αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη θεωρούν την εξατομίκευση αγωγής, που λαμβάνει ένας διαβητικός, όλες οι πρόσφατες διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες από την Ευρωπαϊκή και την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία.

Πιο απλά, αυτό σημαίνει ότι ο γιατρός λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ατόμου και - μαζί με τον ασθενή - συναποφασίζουν για τους στόχους της γλυκαιμικής ρύθμισης (δηλαδή ποια πρέπει να είναι η επιθυμητή τιμή του σακχάρου) και για το είδος της θεραπείας.

Θέσαμε το ερώτημα “τι σημαίνει εξατομίκευση στην αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη” στο Νικόλαο Τεντολούρη, αναπληρωτή καθηγητή Παθολογίας στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Αθήνας, και μας απάντησε: "Εξατομίκευση σημαίνει να προτείνεται στον ασθενή το φάρμακο, που είναι περισσότερο κατάλληλο για αυτόν, όταν υπάρχει η δυνατότητα για χορήγηση περισσοτέρων του ενός φαρμάκων, τα οποία έχουν συγκεκριμένες δράσεις και πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες. Η εξατομίκευση της αγωγής ακολουθείται στη χώρα μας σε μεγάλο βαθμό από τα ειδικά Διαβητολογικά Ιατρεία και Κέντρα και σε μικρότερο βαθμό στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας".

Η απόφαση για το είδος της θεραπείας είναι συνάρτηση του τύπου του διαβήτη, της ηλικίας του ασθενούς, της τυχόν συν-νοσηρότητας, της διάρκειας του διαβήτη, της προηγούμενης θεραπείας του και του βαθμού της υπεργλυκαιμίας. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο κ. Τεντολούρης, τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 στα αρχικά στάδια του διαβήτη αντιμετωπίζονται μόνο με δίαιτα και άσκηση και - αν χρειαστεί - με ένα αντιδιαβητικό δισκίο (συνήθως μετφορμίνη). Αντίθετα, στα άτομα με μεγάλη διάρκεια διαβήτη (διάρκεια άνω των 8-10 ετών), που αντιμετωπίζονται με συνδυασμούς 2 ή 3 αντιδιαβητικών δισκίων, απαιτείται η προσθήκη ινσουλίνης 1 ή 2 φορές την ημέρα.

Επίσης, όπως μας εξηγεί, τα άτομα, που εμφανίζουν υπεργλυκαιμία μεγάλου βαθμού, μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπιστούν με συνδυασμό ινσουλίνης και αντιδιαβητικών δισκίων, ανεξάρτητα από τη διάρκεια του διαβήτη.

Και όταν ο λόγος έρχεται πάλι στην ινσουλίνη, ο κ. Τεντολούρης παραθέτει μία θεώρηση για την ενέσιμη ινσουλίνη, η οποία έχει ενδιαφέρον: "Παλιότερα, υπήρχε η τάση η ινσουλίνη να χρησιμοποιείται σε προχωρημένα στάδια του διαβήτη, όταν είχαν εγκατασταθεί σοβαρές επιπλοκές. Έτσι, τα άτομα με διαβήτη έχουν συσχετίσει τη χρήση της ινσουλίνης με την εμφάνιση επιπλοκών της νόσου. Επίσης, παλιότερα ο τρόπος χορήγησης της ινσουλίνης με σύριγγες και βελόνες ήταν επώδυνος και ταλαιπωρούσε τους ασθενείς, ενώ αυτοί έπρεπε να παίρνουν προφυλάξεις (παγοκύστεις, ειδικές θήκες) για τη φύλαξη της ινσουλίνης στα ταξίδια. Επιπλέον, οι παλιότερες ινσουλίνες προκαλούσαν συχνά υπογλυκαιμίες. Υπάρχουν πολλές φορές αισθήματα ενοχής από τους ασθενείς ότι δεν έκαναν όσα έπρεπε και, για αυτό το λόγο, έφτασαν στην ινσουλίνη".

Η αλήθεια είναι ότι οι νεότερες ινσουλίνες έχουν πλεονεκτήματα, όσον αφορά στη χορήγηση, καθώς η ένεση είναι πρακτικά ανώδυνη, δεν απαιτούνται ιδιαίτερες προφυλάξεις στη φύλαξη, καθώς οι πένες ινσουλίνης διατηρούνται εκτός ψυγείου για 1 μήνα και μπορεί να μεταφέρονται οπουδήποτε στην τσάντα ή στην τσέπη, ενώ οι υπογλυκαιμίες είναι λιγότερο συχνές.

Επιπλέον, σήμερα υπάρχει η αναγκαιότητα για έναρξη θεραπείας με ινσουλίνη νωρίτερα στην πορεία του διαβήτη και είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων με διαβήτη τύπου 2 θα χρειαστεί ινσουλίνη για τη ρύθμιση του διαβήτη, 8-10 χρόνια μετά από τη διάγνωση.

Ωστόσο, σήμερα έχουμε ενδεχομένως φτάσει στο άλλο άκρο, καθώς οι ασθενείς έχουν μπροστά τους συνεχώς νέα σκευάσματα. Πολλοί αναρωτιούνται το τι χρειάζονται όλα αυτά, ενώ κάποιοι είναι καχύποπτοι για το εάν οι θεράποντες ιατροί τους, τους φορτώνουν με φάρμακα, τα οποία δεν είναι σίγουρο ότι χρειάζονται.

Ο κ. Τεντολούρης εξηγεί ότι η φαρμακευτική έρευνα μας έδωσε νέα φάρμακα για τη θεραπεία του διαβήτη τα τελευταία χρόνια και επισημαίνει: "Την τελευταία δεκαετία, υπάρχουν οι γλιπτίνες, τα ινκρετινομιμητικά φάρμακα και οι νεότερες ινσουλίνες. Τα νεότερα φάρμακα, πέραν του ότι είναι αποτελεσματικά για τη ρύθμιση του διαβήτη, έχουν κάποια πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τα παλιότερα φάρμακα.

Έτσι, ορισμένα δεν προκαλούν υπογλυκαιμίες, δεν αυξάνουν το σωματικό βάρος, χορηγούνται σε μια δόση μια φορά την ημέρα, ενώ μπορεί να χορηγηθούν σε ειδικές κατηγορίες ασθενών (π.χ. σε άτομα με νεφρική βλάβη στα οποία μπορούσε να χορηγηθεί μόνο ινσουλίνη).

Το κάθε φάρμακο έχει πάρει συγκεκριμένες ενδείξεις από τις αρμόδιες αρχές και πρέπει να δίνεται στον ασθενή για συγκεκριμένο λόγο και σκοπό. Όταν τα φάρμακα χορηγούνται εξατομικευμένα, όχι μόνο δεν επιβαρύνουν, αλλά αντίθετα βοηθούν αποτελεσματικά τους ασθενείς και βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής τους".