Όλα όσα θα θέλατε να ξέρετε για τις οδηγίες μη ανάνηψης ή αλλιώς «διαθήκες ζωής»

Τί συμβαίνει σε περιπτώσεις σοβαρών ασθενειών ή ατυχημάτων στις οποίες ο ασθενής δίνει πριν την έναρξη ιατρικών πράξεων στο σώμα του, την οδηγία της μη ανάνηψης;

Σε περιπτώσεις σοβαρών ασθενειών ή ατυχημάτων,  ενδέχεται ο ασθενής να δώσει πριν την έναρξη των ιατρικών πράξεων στο σώμα του, την οδηγία της μη ανάνηψης.

H Οδηγία μη ανάνηψης (DNR και αναλυτικά: “do not attempt resuscitation”) δηλώνει ότι δεν πρέπει να επιχειρηθούν προσπάθειες ανάνηψης ανεξάρτητα από την προβλεπόμενη έκβαση.

Πρόκειται για μια μορφή «άρνησης θεραπείας» που ενδέχεται να εκφράσει εκ των προτέρων ασθενής,  όταν κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής που ακολουθεί, υποστεί ανακοπή της καρδιoαναπνευστικής του λειτουργίας. Το ερώτημα που τίθεται, είναι αν η άρνηση αυτή είναι δεσμευτική για τον θεράποντα  ιατρό, αλλά και τους συγγενείς του ασθενούς.

Οι «οδηγίες μη ανάνηψης» ονομάζονται αλλιώς «διαθήκες ζωής» (living wills). Αυτές οι οδηγίες μπορούν να ορισθούν ως επιθυμίες ενός προσώπου για την ενδεδειγμένη ιατρική μεταχείρισή του, σε περίπτωση που το ίδιο χάσει  μελλοντικά την ικανότητα αυτόνομων επιλογών που αφορούν στην υγεία του, τη συνέχιση ή μη μιας θεραπευτικής αγωγής κλπ.  Αυτό μπορεί να συμβεί  σε περιπτώσεις ατυχήματος ή σοβαρής ασθένειας όταν έχουν υποστεί βλάβη  οι κύριες νοητικές λειτουργίες του (π.χ.  όταν βρίσκεται σε κώμα κ.λπ.).

Ως μία περίπτωση, αποκλεισμού ιατρικής πράξης  μπορούν να θεωρηθούν και οι «οδηγίες μη ανάνηψης», με τις οποίες εκείνος που τυχόν θα υποστεί ανακοπή της καρδιακής λειτουργίας, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, αρνείται την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση.

Αυτό όμως που ενδιαφέρει αναφορικά με τις οδηγίες μη ανάνηψης είναι το νομικό πλαίσιο που τις ρυθμίζει.

Η νομική αναγνώριση των οδηγιών οδηγεί σε προβληματισμό σε διεθνές επίπεδο. Σε ορισμένα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει ήδη σχετική νομοθεσία, όπως και σε κάποιες Πολιτείες των ΗΠΑ, όπου ειδικά οι «οδηγίες μη ανάνηψης» εφαρμόζονται από τα νοσηλευτικά ιδρύματα.

Ο προβληματισμός έγκειται αφενός στη χρονική έκταση της ισχύος της βούλησης  και, αφ’ ετέρου στην πιστοποίηση της αυθεντικότητάς της που προϋποθέτει την υιοθέτηση κάποιας τυπικής διαδικασίας (π.χ. συμβολαιογραφικό έγγραφο, την παρουσία μαρτύρων, κ.λπ.). Στην Ελλάδα, οι οδηγίες αυτές  αναφέρονται μόνον στο άρθρο 9 της Σύμβασης του Οβιέδο (ν. 2619/1998), κατά το οποίο «πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη», διατύπωση ασαφής που δεν  διασαφηνίζει τα όρια της δεσμευτικότητας των οδηγιών ως προς τον θεράποντα ιατρό και τους συγγενείς του ασθενούς.

Γενικά, όταν εμφανίζεται περιστατικό καρδιοαναπνευστικής ανακοπής, για το οποίο ενδείκνυται η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, κατ’ αρχήν ο ιατρός δεν χρειάζεται τη συναίνεση των συγγενών λόγω του ότι συντρέχει η  προϋπόθεση του επείγοντος, οπότε ο γιατρός πρέπει άμεσα να προβεί στις ενδεδειγμένες ιατρικές πράξεις. Αν,  δηλαδή, η ανάνηψη έχει μόνιμο θεραπευτικό όφελος για τον ασθενή, η συμμόρφωση του γιατρού με την προγενέστερη επιθυμία του ασθενούς,  παραβιάζει το θεμελιώδες καθήκον προστασίας της ζωής του ασθενούς.

Ποιός είναι όμως ο ρόλος της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής στο θέμα των οδηγιών ανάνηψης;

Σε αυτά τα τόσο ζωτικής σημασίας ζητήματα, η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής παίζει έναν πολύ σημαντικό συμβουλευτικό ρόλο.

Ο κεντρικός ρόλος της Επιτροπής είναι η αποκλειστική άσκηση συμβουλευτικών αρμοδιοτήτων προς κάθε όργανο ή φορέα της Πολιτείας, είτε με δική της πρωτοβουλία, είτε όταν ζητηθεί.

Παράλληλα,  κύριο μέλημά της είναι η ανάδειξη και η ενίσχυση του δεσμού μεταξύ των βιολογικών και τεχνολογικών εφαρμογών με τις κοινωνικές και ηθικές αξίες που διέπουν την κοινωνία και τη νομοθεσία που ισχύει στον ελληνικό αλλά και το διεθνή χώρο. Παρακολουθεί τις τρέχουσες εξελίξεις στη Βιοηθική, δηλαδή την πρόοδο στη Βιολογία, στη Γενετική και στην Τεχνολογία γενικότερα και τις επεξεργάζεται με γνώμονα τις ηθικές και νομικές τους προεκτάσεις.

Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής λοιπόν,  κρίνει ότι η θεσμική αναγνώριση  των οδηγιών μη ανάνηψης, ενέχει ορισμένους σοβαρούς κινδύνους. Έτσι, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο θεράπων ιατρός οφείλει να λάβει τη σοβαρότατη απόφαση της συνέχισης ή μη της απαραίτητης ιατρικής πράξης και επίσης μπορεί να έρθει αντιμέτωπος και με το ενδεχόμενο μεταβολής της απόφασης του ίδιου του -ανίκανου να εκφρασθεί -ασθενούς  που στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ έντονο, καθώς λόγω του επικείμενου θανάτου και λόγω της ψυχολογικής αναστάτωσης στην οποία βρίσκεται ο ασθενής,  μπορεί να θελήσει να ανακαλέσει τις οδηγίες μη ανάνηψης στην κυριολεξία στο τελευταίο λεπτό.

Ως εκ τούτου,  η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής κρίνει ότι η σημασία των «οδηγιών μη ανάνηψης» έχει νόημα μόνον όταν ο θεράπων ιατρός κρίνει ότι θα είναι «ανώφελη» θεραπεία. Μόνον στην περίπτωση αυτή, ο ιατρός –ενεργώντας, ούτως ή άλλως, χωρίς την ανάγκη συναίνεσης τρίτων,  σε συνθήκες επείγοντος- εάν είναι σε θέση να γνωρίζει  με βεβαιότητα την ύπαρξη τέτοιας οδηγίας του ασθενούς, πρέπει να θεωρήσει ότι δεσμεύεται και να μην προχωρήσει στην επαναφορά της καρδιακής λειτουργίας.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Επιτροπή κρίνει ότι οι οδηγίες «μη ανάνηψης» δεν πρέπει να επηρεάζουν την απόφαση του ιατρού. Το ίδιο ισχύει, πολύ περισσότερο, για οποιονδήποτε  άλλον (νοσηλευτή ή άλλο άτομο του νοσηλευτικού προσωπικού), δεδομένου ότι οι γνώσεις του δεν επιτρέπουν την αξιολόγηση του ανώφελου ή μη χαρακτήρα της συγκεκριμένης ιατρικής πράξης (επαναφορά της καρδιακής λειτουργίας).

 

Χρύσα Τσιώτση

Δικηγόρος 

[email protected]