Costa Magica: Η κρουαζιέρα των εικόνων

του Γιώργου Λαμπίρη

Δεν ξέρω είναι η αλήθεια πώς μοιάζει όταν αφήνεις τα πάντα πίσω σου. Εγκαταλείπεις κάθε σκέψη που σε βασανίζει, υποχρεώσεις, γονείς, φίλους με προορισμό την περιπέτεια. Πολύ επαναστατικό σας ακούγεται όλο αυτό, αλλά τα πράγματα είναι έτσι ή περίπου έτσι....

Όλα ξεκίνησαν όταν ένα πρωί κι ενώ βρισκόμουν στο γραφείο, άκουσα μια πρόταση που αμέσως χτύπησε φλέβα μέσα μου. “Θέλεις να πας μία εβδομάδα κρουαζιέρα; Όλα τα έξοδα πληρωμένα. Ετοιμάζεις τις βαλίτσες σου και σε δύο ημέρες από τώρα σαλπάρεις”. Αυτή ήταν η πρόταση, που στην πραγματικότητα δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να κατασταλάξει μέσα μου η απόφαση. Ο προορισμός ή καλύτερα οι προορισμοί ήταν από μόνοι τους ένα ισχυρό δέλεαρ. Αυτό όμως που μέσα μου εκείνη τη στιγμή κυριαρχούσε ήταν η λέξη ταξίδι, μετουσιωμένη σε καβαφική μεταφορά της Ιθάκης.

Μάζεψα πράγματα, σκέψεις, συναισθήματα...Όλα στριμωγμένα σε μια βαλίτσα. Βιαστικά στοιβαγμένα ρούχα, κάτι παπούτσια κι ένα βιβλίο για ώρα ανάγκης. Κάλεσα ένα ταξί και ξεκίνησα για Πειραιά. Η αλήθεια είναι ότι ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζα την περιπλάνηση με όχημα ένα κρουαζιερόπλοιο. Φτάνοντας στο λιμάνι, πλήρωσα φουριόζος το ταξί και μπήκα στο σταθμό επιβίβασης. Τελειώνοντας με τα διαδικαστικά, ελέγχους, αποσκευές, ταυτότητα έφτασα στην είσοδο του θεόρατου στα μάτια μου καραβιού. Θυμήθηκα τις εποχές, που ένα κρουαζιερόπλοιο κλίμακας 1:16 βρισκόταν στα παιδικά μου χέρια, μετανσαρκώνοντας την αγάπη μου για τη θάλασσα και τα ταξίδια. Τότε που νόμιζα ότι ως διάδοχος σπουδαίων θαλασσοπόρων μπορούσα να κυριεύσω το υγρό στοιχείο, φτάνοντας στα πέρατα των οριζόντων.

Στη θέα του Costa Magica όμως, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Ξαφνικά ένιωσα χαμένος μέσα στην πλωτή πολιτεία που ανοιγόταν μπροστά μου. 'Εδώ σίγουρα θα χρειαστώ χάρτη για να προσανατολιστώ', ήταν μία από τις πρώτες σκέψεις που έκανα, μπαίνοντας σε έναν κόσμο καινούργιο και άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή για 'μένα. Με την καθοδήγηση και τις οδηγίες του πληρώματος, που έσπευσε να παραλάβει τις αποσκευές μου βρέθηκα μετά από λίγα λεπτά στην καμπίνα μου.

Παράτησα τις βαλίτσες σε μια γωνιά του δωματίου, αδημονώντας να εξερευνήσω τον νέο επιθαλάσσιο κόσμο μου. Άρπαξα το πρόγραμμα που βρήκα στο κρεβάτι της καμπίνας μου, και ακολουθώντας τις οδηγίες και την ειδική φωτεινή σήμανση με τα ονόματα των αιθουσών και των καταστρωμάτων, έφτασα στον 11ο από τους 13 ορόφους – καταστρώματα του καραβιού. Εκεί βρέθηκα αντιμέτωπος με κάποιους, οι οποίοι ήδη είχαν γεμίσει το χώρο γύρω από την πισίνα, προτείνοντας νωχελικά τα μέλη του κορμιού τους προς τον ήλιο. Λουόμενοι και λουόμενοι πάσης φύσεως από κάθε γωνιά του πλανήτη βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου να απολαμβάνουν άλλοι την πισίνα, άλλοι το jacuzzi, κάποιοι άλλοι κρατώντας στο χέρι ένα κοκτέιλ με την επίγευση του καλοκαιριού που μόλις είχε έρθει.

Κινήθηκα προς το μπαρ για να παραγγείλω έναν καφέ. Έδωσα την κάρτα του δωματίου μου, καθώς τα μετρητά είναι είδος...απαγορευμένο εν πλω και πλήρωσα τον καφέ που μόλις είχα παραγγείλει. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται σε κάποιους που έχουν συνηθίσει να πληρώνουν τον καφέ τους βγάζοντας ένα πεντόευρο από την τσέπη τους, εκεί όλα λειτουργούσαν κάπως διαφορετικά... Ο κάθε πελάτης είχε τη δυνατότητα να δίνοντας κάποια χρήματα στη ρεσεψιόν του καραβιού, - για παράδειγμα 100 ευρώ ή χρεώνοντας την πιστωτική του – να προπληρώσει για τα ποτά του και να μη χρειάζεται να συναλλάσσεται με μετρητά, υπό το φόβο ότι μπορεί να τα χάσει.

Αφού ήπια στα γρήγορα τον καφέ μου, κάνοντας χάζι εκείνους που στα μάτια μου φάνταζαν τολμηροί ή απλά λίγο περισσότερο αποφορτισμένοι από εμένα - σημειωτέον ότι κάποιοι επιβάτες βρίσκονταν ήδη εν πλω από προηγούμενα λιμάνια - να απολαμβάνουν τον ήλιο, κατευθύνθηκα στον αμέσως επόμενο προορισμό μου. Το φαγητό.

Η ώρα είχε περάσει βλέπετε και κάτι στο στομάχι μου ήρθε να μου θυμίσει ότι πρέπει να ικανοποιήσω το αίσθημα πείνας που με διακατείχε. Κοίταξα το πρόγραμμα και αφού δεν είδα να υπάρχει προγραμματισμένο γεύμα, κατευθύνθηκα προς τον μπουφέ του 11ου ορόφου.

Φτάνοντας πέρασε προς στιγμή από το μυαλό μου να παρακάμψω κάποιους που με υπομονή περίμεναν μπροστά μου να παραλάβουν ένα κομμάτι από τη ζυμωτή, φρεσκοψημένη πίτσα που έκανε ηρωικά την έξοδό της από το φούρνο, σκέψη που αμέσως εξατμίστηκε, βλέποντας ότι δεν θα χρειαζόταν να περιμένω και πολύ. Πράγματι μετά από μερικά δευτερόλεπτα καμάρωνα με αρκετά κομμάτια - ένας θεός ξέρει πόσα - λαχταριστή πίστα στο πιάτο μου, ενώ η σκέψη πως η μετάβαση από το Large μπλουζάκι που φορούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή στο Extra Large, θα χρειαστεί να γίνει το συντομότερο με τη επιστροφή μου στην Αθήνα. Μια σκέψη που όπως διαπίστωσα στη διάρκεια του ταξιδιού δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα, βλέποντας εκλεκτά εδέσματα της ιταλικής, γερμανικής, γαλλικής και κάθε άλλης ευρωπαϊκής κουζίνας να δίνουν λύσεις στις επίμονες γαστριμαργικές μου ανησυχίες.

 

Το πρώτο λιμάνι που θα βλέπαμε ήταν αυτό της Σαντορίνης, την άλλη μέρα το πρωί. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολλή ώρα και υπό την επίδραση του γεύματος που επιβράδυνε τις σωματικές και πνευματικές μου λειτουργίες αναζήτησα ασφαλές καταφύγιο στην ευρύχωρη και φιλόξενη καμπίνα μου.

Κατά την έξοδό μου από την καμπίνα κι μετά από έναν καλό ύπνο, διαπίστωσα ότι όπως κάθε κρουαζιερόπλοιο που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και το δικό μας διέθετε το δικό του καζίνο. Παραβλέποντας τη συμβουλή εκείνων που με συμβούλευσαν να αποφύγω να παίξω, κατευθύνθηκα λίγο πριν το δείπνο προς την αίθουσα με τις ρουλέτες, τους κουλοχέρηδες και τα τραπέζια της χαρτοπαιξίας.

Λίγη ώρα αργότερα, έχοντας καταφέρει να τιθασεύσω την ακόρεστη επιθυμία μου για εύκολο κέρδος, κατευθύνθηκα προς το κατάστρωμα του 3ου. Βλέποντας αρκετά τραπέζια άδεια, πήγα και κάθισα σε ένα από αυτά. Αμέσως, ένας κύριος από το προσωπικό με πλησίασε ευγενικά, λέγοντάς μου ότι το τραπέζι, το οποίο είχα επιλέξει να καθίσω δεν ήταν το σωστό. Κρύβοντας την αρχική μου έκπληξη κατευθύνθηκα προς τον μετρ, ο οποίος με καθοδήγησε στο σωστό τραπέζι του εστιατορίου Costa Smeralda. Εκεί όπου λίγα λεπτά αργότερα καθόμουν με δύο Ελληνίδες από την Κρήτη και ένα ζευγάρι Κυπρίων. Αφού έγιναν οι αρχικές συστάσεις και διαπίστωσα πώς τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη του, καθώς η τοποθέτηση στο συγκεκριμένο τραπέζι έδωσε τροφή επικοινωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούν την ίδια γλώσσα, διάλεξα τα πιάτα της αρεσκείας μου από το μενού ημέρας. Γαρίδες με σως Ορόρα, Ριζότο με θαλασσινά, τροφιέτε μακαρόνια με σάλτσα πέστο, φραγκόκοτα με σάλτσα σμιτάνα και φρεσκότατο τιραμισού για το τέλος, ήταν μερικές από τις επιλογές για να εγκαταλείψω απόλυτα ευχαριστημένος την αίθουσα του εστιατορίου στο τέλος του γεύματος.

Έχοντας ήδη ανταλλάξει τις πρώτες απαραίτητες πληροφορίες με τους ομοτράπεζούς μου και στη συνέχεια συνταξιδιώτες και φίλους μου, αναζητήσαμε τον επόμενο σταθμό για να συνεχίσουμε τη βραδιά μας. Ο δρόμος μας έβγαλε στο Capri. Ένα από τα αρκετά μπαρ που μπορούσε κανείς να επιλέξει στη διάρκεια του ταξιδιού του. Η ιταλική βραδιά με τη συμμετοχή των καλλιτεχνών και ανιματέρ του πλοίου, ξεσηκώνε όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα στην αίθουσα....

Κατάκοπος, αλλά γεμάτος εικόνες κατευθύνθηκα λίγη ώρα αργότερα προς την καμπίνα μου. Γεμάτος από εικόνες από την πρώτη μου κιόλας ημέρα στην μικρή περιπέτειά μου που μόλις είχε ξεκινήσει.

Η επόμενη μέρα έγραφε στο χάρτη του ταξιδιού τη λέξη Σαντορίνη. Ο καιρός όμως ήταν αυτός που αποφάσισε ότι δεν θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε στο λιμάνι προορισμού μας. Παρακάμψαμε λοιπόν, το νησί των Κυκλάδων, αλλάζοντας άρδην ρότα με κατεύθυνση προς το Ιόνιο και την ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κέρκυρα.

Η παραμονή για κάποιες ακόμα ώρες εν πλω ήταν μια αρκετά καλή ευκαιρία για εξερεύνηση. Το πρωινό, πλούσιο και χορταστικό περιελάμβανε από τηγανίτες και διάφορα είδη κέικ, φρούτα και γιαούρτι – για τους λάτρεις της υγιεινής διατροφής-, πολλά είδη κρουασάν και ροφήματα. Κρέπες, λουκάνικα, αυγά, μπέικον, ομελέτες στα πρότυπα του γνωστού παραδοσιακού πρωινού της Γερμανίας, Bauernfrühstück ικανοποιώντας και το πιο άτακτο γαστριμαργικά στομάχι.

Μετά το πρωινό και χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκα προς το ανοιχτό κατάστρωμα. Εκεί με περίμενε μία ακόμα έκπληξη. Σήμερα εκτός από εκείνους που λιάζονταν και έκαναν το μπάνιο τους, αρκετοί ακόμα χόρευαν πάνω στο κατάστρωμα στους ρυθμούς του Gagnam Style, προσπαθώντας να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους με εκείνες των animater – διασκεδαστών.

Την ίδια μέρα, φίλος των θεαμάτων, αποφάσισα να βάλω τα καλά μου και να κατηφορίσω στον 5ο για να συναντήσω ένα θέατρο χιλίων περίπου θέσεων. Περίμενα ότι με κάποιο τρόπο θα έβλεπα επαγγελματίες ηθοποιούς και τραγουδιστές να παραδίδουν μαθήματα καλλιτεχνικής επάρκειας. Και ήταν όντως έτσι. Φαντασμαγορικά χορευτικά και τραγούδια από επιδέξιους καλλιτέχνες ήταν αυτά που συνεπήραν το κοινό κι εμένα μαζί. Το χειροκρότημα έβγαινε αβίαστα. Αυτό που δεν περίμενα όμως ήταν να δω μέλη του πληρώματος να παρουσιάζουν κι εκείνα τις καλλιτεχνικές τους αρετές και ανησυχίες. Γιατί στο πλοίο είδα ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου, το προσωπικό να συμμετέχει στα πολιτιστικά δρώμενα και τις εκπλήξεις μιας επιχείρησης. Δρώμενα που σε κάθε ευκαιρία ξεσήκωναν το κοινό.

Μετά το τέλος της παράστασης οδηγήθηκα με κλειστά μάτια πλέον και έχοντας ξεπεράσει την έλλειψη προσανατολισμού της πρώτης ημέρας, στην αίθουσα φαγητού και στο λίγο περισσότερο οικείο πια εστιατόριο, Costa Smeralda. Εκεί που πέρα από το γεύμα σήμερα όλα ήταν διαφορετικά. Έχοντας ολοκληρώσει το κυρίως πιάτο μου και υπό τους ήχους του “Amore” με τη φωνή του Dean Μartin, επιβάτες και προσωπικό έγιναν ένα, πιασμένοι χέρι – χέρι, χορεύοντας στους ρυθμούς της μουσικής.

Με τη μουσική και τους στίχους του τραγουδιού να ηχούν αρκετή ώρα μετά στ' αυτιά μου, ανηφορήσαμε με την καινούργια μου παρέα, τη Ρένα και τη Μαρία από την Κρήτη και τον Ολύμπιο με τη Γεωργούλα από την Κύπρο, προς τον 5ο. Αρκετοί από τους επιβάτες είχαν συγκεντρωθεί στο κεντρικό σαλόνι του ορόφου, Grand Bar Salento και προσηλωμένοι κρέμονταν από τα χείλη της ευπαρουσίαστης Ιταλίδας που κλήρωνε διάφορους αριθμούς. Το διάσημο ιταλικό παιχνίδι του Bingo με ρίζες από τη λοταρία που ονομαζόταν "Lo Giuoco del Lotto d'Italia" και παιζόταν στην Ιταλία γύρω στο 1530, είχε αναγκάσει όλους τους παρευρισκόμενους να κρατούν στα χέρια τους τα δελτία, περιμένοντας να ακούσουν τα 53 νούμερα που θα τους χάρισαν 3.000 ευρώ. 'Bi – Bi – Bingo', ηχούσε από το μεγάφωνο. Και πραγματικά, λίγη ώρα αργότερα ένας τυχερός, πλην όμως θηριώδης στην εμφάνιση Βραζιλιάνος, ήταν πλουσιότερος κατά 3.000 ευρώ.

Με επόμενους σταθμούς του ταξιδιού μας την Kέρκυρα και το Ντουμπρόβνικ της Κροατίας, εγκατέλειψα διακριτικά την παρέα μου και αποσύρθηκα στα ιδιαιτερά μου με την αίσθηση ότι μπορούσα να έχω την ελευθερία, κάνοντας αυτό που θέλω τη στιγμή που το θέλω...Το κρουαζιερόπλοιο μου έδινε την αίσθηση ότι όλα βρίσκονταν μπροστά μου τη στιγμή που τα ήθελα. Έτσι και με την παρέα. Είχα την επιλογή να εξαφανιστώ ή να μείνω μόνος μου. Χωρίς το φόβο ότι μπορεί να χαθούμε. Το αχανές αρχικά καράβι είχε ήδη αρχίσει να γίνεται μέρος της νέας μου πραγματικότητας. Αφού ετοιμάστηκα διάβασα λίγο το βιβλίο που είχα μαζί μου και με μια ικανοποίηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου για τη γεμάτη μέρα που μόλις είχε περάσει παραδόθηκα στο θεό του ύπνου.....

Το ταξίδι συνεχίζεται...

Ταξιδεύοντας με το Costa Μagica στα καταγάλανα νερά του Ιονίου αρχικά και αντικρίζοντας το βαθύ μπλε της Αδριατικής αργότερα, σκεφτόμουν ότι ζώντας την καθημερινότητα, είμαστε υποχρεωμένοι να ξεχνάμε πολλές φορές την αθώα θεώρηση των πραγμάτων, που θα μας έκανε να επιστρέψουμε στις αρχέγονες καταβολές της ανέμελης περιπέτειας των παιδικών μας χρόνων.

Το πρόγραμμα έγραφε άφιξη το νησί των Φαιάκων, όπου φρόντισα να νοικιάσω ένα σκουτεράκι, κατεβαίνοντας από το λιμάνι, λαχταρώντας να προλάβω να κάνω τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα μέσα στις ελάχιστες ώρες που είχα στη διάθεσή μου έως την αναχώρηση για το Ντουμπρόβνικ. Στις λίγες ώρες της παραμονής μου εκεί, προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου κάτι καλοκαίρια, όταν μικρός ακόμα απολάμβανα τα ανέφελα καλοκαίρια μου στο νησί.. Ως περιφερόμενος θίασος φρόντισα να συναντήσω φίλους και συγγενείς στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, ενώ δεν παρέλειψα να δοκιμάσω ολίγην από παστιτσάδα, τιμώντας την παραδοσιακή κορφιάτικη κουζίνα.

Γνωρίζοντας πόσο δυσάρεστο να περνούν οι ώρες – με ταχύτητα - χωρίς συναίσθηση της πράξης τους, συναίσθημα που όλοι λίγο πολύ το έχουμε βιώσει, θα ήθελα να πλαγιάσω την κλεψύδρα του χρόνου στο δάπεδο κι εκεί να σταματήσουν όλα. Μην μπορώντας να κάνω διαφορετικά όμως, πήρα το δρόμο του γυρισμού για το κρουαζιερόπλοιο, αφήνοντας με νοσταλγία πίσω μου το λιμάνι της Κέρκυρας.

Μιλώντας βέβαια για παιδική ηλικία, θα σας περιγράψω ένα περιστατικό. Η εντύπωσή μου πριν επιβιβαστώ στο κρουαζιερόπλοιο ήταν ότι πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με τη διάσημη σειρά της νιότης μου “Το πλοίο της αγάπης”. Αυτό που τελικά διαπίστωσα όμως ήταν ότι το μόνο κοινό ήταν το ανάλαφρο και μεθυστικό κλίμα της κρουαζιέρας. Ανεβαίνοντας σε ένα από τα καταστρώματα βρέθηκα μπροστά σε ένα γήπεδο τένις. Εκεί ένα παιδάκι – δεν θα 'ταν πάνω από 8 χρονών – επιδείκνυε τις αθλητικές του επιδόσεις με μια ρακέτα στο χέρι. Λίγο παραπέρα σε μία από τις κλειστές αίθουσες του Magica, βρέθηκα μπροστά στο θέαμα ενός τουρνουά playstation, μόνο για παιδιά. Όλα αυτά υπό την αυστηρή επίβλεψη του προσωπικού, τη στιγμή που είχα αρχίσει να σκέφτομαι τι τυχεροί που είναι αυτοί οι γονείς.

'Παρκάρουν' τα παιδιά τους, όπως κάποιοι εκ των κηδεμόνων συνηθίζουν να λένε για τα τέκνα τους και μακάριοι απολαμβάνουν τη ραστώνη του 11ου καταστρώματος και τις βουτιές τους στην πισίνα. 'Αν ήταν πάντα έτσι οι διακοπές τότε θα είχα ήδη παιδιά' σκέφτηκα με την πεποίθηση ότι είμαι ακόμα μικρός για ανάλογες υποχρεώσεις. Χαμογέλασα και λίγο μετά βρέθηκα στα καταστήματα του 5ου, με τη διάθεση να ικανοποιήσω τις καταναλωτική μου υπερκινητικότητα, αγοράζοντας κάτι σε μπλούζα για τον εαυτό μου και ένα άρωμα για κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, που είχε φροντίσει να μου δώσει ήδη παραγγελιά.

Κατά την άφιξη στο Ντουμπρόβνικ, έπιασα τον εαυτό μου να βρίσκεται σε ένταση συνδυασμένη με ανασφάλεια. Ήταν το πρώτο άγνωστο μέρος του ταξιδιού. Η μόνιμη ανησυχία μου πριν πατήσω το πόδι μου στη στεριά, ήταν πώς θα κατάφερνα να φτάσω στο κέντρο της πόλης το συντομότερο δυνατόν. Με δεδομένο ότι δεν είχα επιλέξει να ακολουθήσω κάποια από τις εκδρομές που προσφέρονταν από την κρουαζιέρα για γνωριμία με τα αξιοθέατα της πόλης, ακολούθησα μοναχικό δρόμο. Η ανησυχία μου παρόλ' αυτά δεν άργησε να καταλαγιάσει. Αγοράζοντας ένα εισιτήριο των 10 ευρώ βρέθηκα σύντομα στο πούλμαν που με περίμενε στην έξοδο του καραβιού κι από εκεί στην παλιά πόλη του Ντουμπρόβνικ. Μιας πόλης που έδειχνε ανέπαφη από τα σημάδια του εμφυλίου μερικά χρόνια νωρίτερα. Προσεγμένη και φροντισμένη στην τελευταία της λεπτομέρεια, όπως οι κυρίες της παριζιάνικης belle epoque. Σπιτάκια αρμονικά ταξινομημένα ταιριαστά με το τοπίο και κάτοικοι που απέπνεαν την αίσθηση ότι όλα κυλούν χωρίς βιασύνη σε ρυθμούς γνώριμους ή παρόμοιους με εκείνους της ελληνικής επαρχίας.

Επιλέγοντας κάποιος να εκδράμει σε έναν από τους προορισμούς του ταξιδιού, όντας οργανωμένος σε ένα από τα γκρούπ του Costa Magica, απέφευγε κάτι πολύ βασικό. Το φόβο για το άγνωστο και την άσκοπη περιπλάνηση σε κάποια πόλη, όπου προτεραιότητά του ήταν να θαυμάσει μερικά από τα φημισμένα αξιοθέατα της περιοχής. Γιατί κανείς δεν αντιλέγει ότι η βόλτα με τη γόνδολα, στον επόμενο 'σκάλωμα' του καραβιού στο λιμάνι της Βενετίας, είναι ένα από αυτά που κανείς 'πρέπει να κάνει', όμως η πόλη των καναλιών και των γεφυρών – καταγεγραμμένη ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς – έχει πολλά ακόμα να δώσει στους επίδοξους εξερευνητές της. Πέρα από τα μνημεία που φέρουν τα σκήπτρα της διασημότητας στην πόλη, όπως η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, το Μεγάλο Κανάλι, η Πλατεία του Αγίου Μάρκου, πολλά ακόμα αξιοθέατα περιμένουν φιλόξενα να ικανοποιήσουν την αδηφάγο περιέργεια του επισκέπτη.

Μια πόλη που με σαγήνευσε με τη γυναικεία ακαταμάχητη γοητεία της. Στο σημείο μάλιστα, που λίγο ακόμα να αργούσα να επιστρέψω στο πλοίο, θα έβλεπα τα πράγματά μου στοιβαγμένα στο σταθμό επιβίβασης κι εμένα να αναζητώ για το νέο μέσο επιστροφής μου στην πατρίδα. Παρόλ' αυτά, γυρίζοντας, η ελληνόφωνη ξεναγός μας, φρόντισε να με ενημερώσει ότι το όνομά μου ακούστηκε, αρκετές φορές από τα μεγάφωνα, τη στιγμή που εγώ παρουσίαζα χαρακτηριστική άγνοια κινδύνου. Λίγο ακόμα και θα έχανα την αναχώρηση για το Μπάρι – τον επόμενό μας σταθμό, αλλά και το απολαυστικό βραδινό γεύμα του 3ου καταστρώματος στο εστιατόριο Costa Smeralda, το οποίο δεν άργησα να πληροφορηθώ από το πρόγραμμα ότι περιελάμβανε ζυμαρικά της αρεσκείας μου, αλλά και ένα ακαταμάχητο μαριναρισμένο κοτόπουλο.

Απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή ήξερα ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει, ανησυχία που άγγιζε τα όρια της εμμονής όσο πλησιάζαμε προς τον Πειραιά. Μια επιστροφή με τα πιο βασικά συστατικά της μελαγχολίας. Όχι τόσο γιατί θα επέστρεφα στη ρουτίνα, όσο γιατί είχα προλάβει στο ελάχιστο χρονικό διάστημα της μίας εβδομάδας – όσο κράτησε η κρουαζιέρα – να την εγκαταλείψω στους πιο δύσβατους νευρώνες του κέντρου μνήμης μου. Το στοίχημα όσων φρόντισαν να μας ξεναγήσουν σε έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνον που βιώνουμε τους 11 τουλάχιστον μήνες από τους 12 του έτους. Κάποιοι φίλοι έσπευσαν να με ρωτήσουν πώς τα πέρασα. 'Καλά', ήταν η πρώτη μου απάντηση. Ή μάλλον 'πολύ καλά'. Περιγράφοντας ορισμένες από τις ταξιδιωτικές μου αναμνήσεις πια, φρόντισα τεχνηέντως να τους αποκρύψω κάποια πράγματα, όπως έκανα και μαζί σας....Μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό, πόσω μάλλον στο κακό. Το μόνο που ήθελα κλείνοντας αυτό μικρό ημερολόγιο καταστρώματος ήταν να δοκιμάσω τη φαντασία σας σε όλες τις της πτυχώσεις. Διότι αν φρόντιζα πέρα από τις βασικές παραμέτρους ενός τέτοιου ταξιδιού να σας αποκαλύψω κάθε λεπτομέρεια, το μόνο που θα πετύχαινα θα ήταν να αποδομήσω το όνειρο ή την επιθυμία να ακολουθήσετε κι εσείς τα δικά μου βήματα, ανακαλύπτοντας έναν κόσμο ασυνήθιστο, άκρως ελκυστικό και γοητευτικό. Εκείνον που θα σας έκανε έστω και για μία εβδομάδα να πετάξετε όλα όσα σας ενοχλούν έξω από τη βαλίτσα σας και να φύγετε με προορισμό την απέραντη θαλάσσια πολιτεία του Costa Magica...

Περισσότερες πληροφορίες στο site της Orange Cruises με ένα κλικ εδώ