Πώς ο Ζάκερμπεργκ έκανε τον Σνόουντεν να φαίνεται… γατάκι

Πώς ο Ζάκερμπεργκ έκανε τον Σνόουντεν να φαίνεται… γατάκι

«Αναδρομικά, μετά το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, η υπόθεση Σνόουντεν και οι αποκαλύψεις για την NSA μοιάζουν γραφικές»

Το 2013 - χάρη στις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν - η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA) των ΗΠΑ κατηγορήθηκε ότι παρακολουθεί τα δεδομένα των Αμερικανών αναζητώντας στοιχεία που θα βοηθήσουν στον εντοπισμό τρομοκρατών. Αυτό ήταν μεγάλο, παγκόσμιο σκάνδαλο, αλλά ακόμα δεν γνωρίζαμε ότι χρόνια αργότερα, μία εταιρία ανάλυσης δεδομένων θα «συνεργαζόταν» με το πιο διαδεδομένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, υποκλέπτωντας τα προσωπικά δεδομένα δεκάδων εκατομμυρίων χρηστών για πολιτικό όφελος του Τραμπ (και οικονομικό δικό της).

Μάλιστα, την Τρίτη, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ πέρασε την πρώτη από τις δύο ακροάσεις του ενώπιον του Κονγκρέσου, αποφεύγοντας να δεσμευθεί για την ανάγκη επιβολής ρυθμιστικού πλαισίου επί του Facebook ή για την αλλαγή στο modus operandi. Απλά επανέλαβε ότι ζητά συγγνώμη για μία σειρά σκανδάλων που προέκυψαν από τη λειτουργία της πλατφόρμας, είτε πρόκειται για την έλλειψη προστασίας δεδομένων είτε για την εκμετάλλευση του δικτύου με στόχο τον επηρεασμό των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.

«Αναδρομικά, μετά το σκάνδαλο της Cambridge Analytica, η υπόθεση Σνόουντεν μοιάζει γραφική»  γράφει η Anne Applebaum στο άρθρο της στην Washington Post και εξηγεί:

«Ακόμη και τότε, θεωρούσα ότι ήταν υπερβολικό να ανησυχούμε τόσο για τη NSA, η οποία διέπεται από κανόνες ηθικής και σεβασμού της ιδιωτικότητας, τουλάχιστον επί της αρχής, και λογοδοτεί στο Κονγκρέσο - ενώ δεν ανησυχούσαμε καθόλου για το Facebook, το οποίο διαθέτει πολύ περισσότερα στοιχεία για μας, η λειτουργία του δεν διέπεται από κανονες και δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Αλλά τώρα ανησυχούμε.

Χάρη κυρίως στη δουλειά μίας και μόνης ρεπόρτερ, της Carole Cadwalladr του Observer, μάθαμε ότι η Facebook, όχι μόνο είχε τα δεδομένα μας, αλλά και τα παραχωρούσε σε πρόσωπα που ενσυνειδήτως επεδίωκαν να τα εκμεταλλευθούν για πολιτικούς σκοπούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά ο επικεφαλής της Facebook συμφώνησε να καταθέσει ενώπιον του Κονγκρέσου.

Όμως, το σκάνδαλο της  Cambridge Analytica θα έπρεπε να είναι η έναρξη μία συζήτησης, όχι το τέλος της: η Facebook, όπως και κάθε εταιρεία που συγκεντρώνει και αποθηκεύει προσωπικά δεδομένα, πρέπει να τελεί υπό καθεστώς συνεχούς λογοδοσίας στους αμερικανούς πολιτικούς και ρυθμιστικούς θεσμούς. Αυτό δεν σημαίνει «λογοκρισία» - και δεν είναι αδύνατο. Άλλωστε, θέτουμε ρυθμιστικούς κανόνες στις αγορές κεφαλαίου - σε σύγκριση με αυτό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένας soft στόχος» γράφει.

Σύμφωνα με την αρθρογράφο, τον επόμενο μήνα, θα τεθεί σε εφαρμογή το γενικό ρυθμιστικό πλαίσιο προστασίας δεδομένων της ΕΕ.

«Η ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την προστασία προσωπικών δεδομένων είναι μία αρχή, αλλά για ποιον λόγο οι Αμερικανοί δεν αρχίζουν να σκέφτονται με μεγαλύτερη δημιουργικότητα τι πραγματικά θέλουν από τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας;

Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να ζητήσουμε περισσότερη δημόσια έρευνα και εποπτεία επί των αλγορίθμων που χρησιμοποιούν για να καθορίσουν τι βλέπουν οι άνθρωποι. Θα μπορούσαμε να ζητήσουμε την επανενπένδυνση μέρους των κερδών τους στα ανεξάρητα μέσα ενημέρωσης το επιχειρηματικό μοντέλο των οποίων αυτές διέλυσαν, ζημιώνοντας κυρίως μικρότερες κοινότητες που έχασαν τις τοπικές τους εφημερίδες. Το βέβαιο είναι ότι χρειάζεται να δημιουργήσουμε χώρο για έρευνα επί των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών τους επιπτώσεων. Η Facebook ανακοίνωσε μόλις ότι, μαζί με μία ομάδα ιδρυμάτων , θα αρχίσει στενή συνεργασία με πανεπιστημιακούς. Οι άλλες πλατφόρμες χρειάζεται επίσης να σκεφτουν για το πώς θα συνεργασθούν με ερευνητές και ίσως και με την κυβέρνηση, ώστε να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε καλύτερα τι γίνεται.

Ο Ζάκερμπεργκ από μόνος του δεν πρόκειται να φέρει μια λύση σε οποιοδήποτε από αυτά τα προβλήματα. Εμείς είμαστε οι πελάτες της Facebook, αλλά είμαστε επίσης πολίτες μίας δημοκρατίας. Έχουμε το δικαίωμα να αποφασίσουμε πώς θέλουμε αυτή η τεχνολογία να επηρεάσει τις ζωές μας και την πολιτική μας ζωή και ήρθε η ώρα να το πούμε» καταλήγει η Anne Applebaum.