Κοτζιάς: Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα στη Γενεύη

Αποκλείει το ενδεχόμενο αποτυχίας της διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό ο υπουργός Εξωτερικών

Το ενδεχόμενο αποτυχίας της διαπραγμάτευσης στη Γενεύη απέκλεισε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σε δηλώσεις που έκανε μετά τη δίωρη συνάντησή του με τον Ειδικό Απεσταλμένο του ΟΗΕ Έσπεν Μπαρθ 'Αιντε στο υπουργείο Εξωτερικών, τονίζοντας ότι «ακόμη και αν σε κάποιο σημείο χρειαστεί να σταματήσει η διαπραγμάτευση, αυτό δεν θα είναι η καταστροφή αλλά ένα στοιχείο της διαδικασίας για να συνεχίσει αργότερα».

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου ο κ. Κοτζιάς τόνισε ότι η διαπραγμάτευση μπορεί «μόνο να αναβληθεί ή να καθυστερήσει. Έχει διαφορά. Η αποτυχία σημαίνει ότι σταματά χωρίς αποτελέσματα μία διαπραγμάτευση», επισημαίνοντας ότι: «Έχουμε πάρει τις διασφαλίσεις μας από τον ΟΗΕ ότι αυτή η διαπραγμάτευση θα είναι αυτό που ονομάζουμε στη διεθνή συζήτηση open ended, δηλαδή θα είναι μία διαπραγμάτευση η οποία κι αν σταματήσει δεν θα θεωρείται ότι έχει καταρρεύσει αλλά ότι μπορεί να συνεχιστεί με καλύτερη προετοιμασία στο μέλλον». Εξήγησε ότι θα μπορoύσε εφόσον «δώσουν τη γενική γραμμή οι τρεις ηγέτες, να συνεχίσει η συζήτηση σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων». Και πρόσθεσε: «Μπορεί όμως να τα βρούνε και από την πρώτη στιγμή οι τρεις ηγέτες, αλλά αυτό θα φανεί».

Ο κ. Κοτζιάς θέλησε επίσης να υπογραμμίσει ότι «εάν η διαπραγμάτευση σταματήσει με τη μία μορφή και συνεχίζεται με την άλλη, δεν σημαίνει ότι απέτυχε ή ναυάγησε η διάσκεψη. Αυτό θέλαμε να το διασφαλίσουμε για να μην έχουμε τα φαινόμενα που είδαμε να εξελίσσονται πριν από αρκετό καιρό στην Ελβετία».

Ερωτηθείς αν ανησυχεί εν όψει της Διάσκεψης της Γενεύης ο κ. Κοτζιάς απάντησε αρνητικά και τόνισε ότι «είναι υποχρέωση του υπουργείου Εξωτερικών και της κυβέρνησής μας να προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα και να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει εναλλακτικές λύσεις».

Ο υπουργός Εξωτερικών απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, τόνισε ότι «Ελλάδα και Κύπρος είμαστε κοινό μέτωπο» υπογραμμίζοντας ότι «ειδικά στην Ελλάδα έχουμε καταφέρει- όπως έδειξε το τελευταίο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής πολιτικής- να έχουμε κοινή γραμμή ότι στηρίζουμε την Κύπρο και υποστηρίζουμε τη θέση για κατάργηση των εγγυήσεων, των παρεμβατικών δικαιωμάτων οποιασδήποτε χώρας στο εσωτερικό της Κύπρου καθώς και για την απομάκρυνση του κατοχικού στρατού».

Ο υπουργός Εξωτερικών είπε επίσης ότι θα είναι σίγουρος για την παρουσία της Βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, στη Διάσκεψη, αύριο κατά τη συνάντησή του με τον Βρετανό υπουργό Επικρατείας και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων 'Αλαν Ντάνκαν αλλά και κατά τη διάρκεια του δείπνου που θα έχει με τον Βρετανό ομόλογό του Μπόρις Τζόνσον- κατόπιν πρόσκλησης του τελευταίου- στο Λονδίνο ανάμεσα στο ταξίδι αύριο στη Νέα Υόρκη και το ταξίδι από εκεί στη Γενεύη».

Τέλος ερωτηθείς σχετικά με τη διμερή συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν ο κ. Κοτζιάς είπε ότι «γίνονται πάρα πολλές συναντήσεις οι οποίες προετοιμάζουν το διάλογο που θα υπάρξει σε ηγετικό επίπεδο, είτε πριν είτε στη διάρκεια της Γενεύης».

"Μερικές φορές οι άνθρωποι μπορεί να εκπλαγούν θετικά"

«Πηγαίνουμε στη Γενεύη με τη φιλοδοξία άμεσης λύσης και στη συνέχεια θα δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα όταν είμαστε εκεί. Μερικές φορές οι άνθρωποι μπορεί να εκπλαγούν θετικά», τόνισε από την πλευρά του μετά την «πολύ ενδιαφέρουσα και δημιουργική» συνάντηση που είχε με τον Νίκο Κοτζιά ο Έσπεν Μπαρθ Άιντε.

«Τα κύρια ζητήματα που είναι ακόμη ανοιχτά αφορούν την ασφάλεια και τις εγγυήσεις. Και εκεί θα δοθεί η κύρια έμφαση στη Διάσκεψη της Γενεύης», δήλωσε στους δημοσιογράφους και τόνισε ότι η Διάσκεψη «θα είναι ανοιχτού ορίζοντα, με την έννοια ότι ξεκινά στις 12/1 και σκοπίμως δεν έχει αναφερθεί πότε τελειώνει, για να έχουμε τον χρόνο που απαιτείται. Αλλά εμείς πάμε εκεί με τη φιλοδοξία της εύρεσης λύσης, ή τουλάχιστον ένα πλαίσιο για μια λύση, που μπορεί να μας φέρει σε μια τελική διευθέτηση».

Παράλληλα, σημείωσε ότι «ενώ υπάρχουν ακόμη εκκρεμή ζητήματα, υπάρχει η ισχυρή αίσθηση ότι αν ήταν μόνο στο χέρι των Κυπρίων τώρα, αυτό το πρόβλημα θα είχε λυθεί».

Ο κ. Άιντε ανέφερε ότι το εγχείρημα δεν θα είναι εύκολο, καθώς υπάρχει ακόμη πολλή δουλειά για τη σύγκλιση των δύο πλευρών, αλλά εξέφρασε αφενός την αίσθηση ότι σε όλες τις πλευρές υπάρχει η πρόθεση να αναζητηθεί μία λύση και αφετέρου την πεποίθηση ότι οι πιθανότητες είναι υψηλότερες απ' ό,τι ήταν στο παρελθόν και δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία.

«Πιστεύω» είπε «ότι οι υπόλοιποι βασικοί εμπλεκόμενοι παράγοντες μπορεί να έχουν τις διαφορές τους σε πολλά θέματα, αλλά όλοι φαίνεται να πιστεύουν ότι η λύση του Κυπριακού είναι καλύτερη από μία μη λύση».

«Ο κ. 'Αιντε αποσαφήνισε ότι αν δεν επιτευχθεί λύση στην παρούσα φάση αυτό δεν θα σημαίνει ότι θα υπάρξει άλλη ευκαιρία στο μέλλον- σε τρεις, έξι μήνες, ένα έτος ή πέντε χρόνια-, επισημαίνοντας την ισχυρή ενθάρρυνση του προς όλες τις πλευρές να εκμεταλλευτούν αυτή την ευκαιρία προς το συμφέρον των Κυπρίων. Πρόσθεσε δε, ότι το δικό του ενδιαφέρον εστιάζεται στην επανένωση του νησιού που θα στείλει και ένα θετικό μήνυμα, πολύ πιο πέρα από το μέγεθος της ίδιας της Κύπρου, στη Μ. Ανατολή και την ΕΕ».

Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με ενδεχόμενη συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν, ο κ. Άιντε τάχθηκε υπέρ αυτής, τονίζοντας ότι θα ήταν καλό να πραγματοποιηθεί και επισήμανε ότι υπάρχουν συναντήσεις σε άλλα επίπεδα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εκφράζοντας την αίσθησή του ότι αυτό θα γίνει στη Γενεύη.

Ερωτηθείς αν θα είναι «παρόν» και το Συμβούλιο Ασφαλείας στη Γενεύη, ο κ. Άιντε απάντησε θετικά και ανέφερε ότι υπάρχει συμφωνία οι διαβουλεύσεις να πραγματοποιηθούν με όλους τους παίχτες, συμπεριλαμβανομένου του ΣΑ, όπως επίσης και της ΕΕ. Παρών κατά την έναρξη της Διάσκεψης στις 12/1, όπως είπε, θα είναι και ο νεοεκλεγείς ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.

Αναστασιάδης: Πενταμερής μόνο αν υπάρχει προοπτική συμφωνίας στο εδαφικό

Μόνο εφόσον οι δύο πλευρές βρεθούν σε ακτίνα συμφωνίας στο εδαφικό μετά την ανταλλαγή χαρτών θα πραγματοποιηθεί η διεθνής διάσκεψη στη Γενεύη για την Κύπρο, δήλωσε ο Κύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης.

Μιλώντας μετά το πέρας της σημερινής συνάντησής του με το Μουσταφά Ακιντζί, ο κ. Αναστασιάδης είπε με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη επαναβεβαιώθηκε η κατάθεση χαρτών στις 11 Ιανουαρίου και εφόσον ελεγχθούν και επιβεβαιωθεί ότι αυτοί κινούνται εντός του πλαισίου σημείων που έχει συμφωνηθεί, τότε θα υποβληθούν στον ειδικό σύμβουλο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Έσπεν Μπαρθ Άιντε προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία.

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας είπε ότι όλες οι εκκρεμότητες που υπάρχουν θα καταγραφούν σε δύο στήλες και θα συζητηθούν με διασταυρούμενη διαπραγμάτευση, μεταξύ 9 και 11 Ιανουαρίου στη Γενεύη.

Ο Κύπριος Πρόεδρος δήλωσε επίσης ότι συμφώνησε με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη ότι ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες θα ενημερώσει τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας περί της διάσκεψης στη Γενεύη για το Κυπριακό, με σαφή αναφορά ότι αν το επιθυμούν μπορούν να παρίστανται. Επίσης συμφωνήθηκε ότι θα προσκαλέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι παρούσα.

«Έχουμε συμφωνήσει ότι ο γενικός γραμματέας θα ενημερώσει περί της διάσκεψης τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά και θα προσκαλέσει την ΕΕ να παραβρίσκεται», ανέφερε ο κ. Αναστασιάδης. 

Σε ερώτηση αν τα πέντε μόνιμα μέλη θα παραβρίσκονται ή θα ενημερωθούν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απάντησε ότι «όχι μόνο τα 5, αλλά και τα 15 μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας μπορούν να παρίστανται, όπως επίσης, όπως έχω αναφέρει, ο γγ θα προσκαλέσει την ΕΕ να είναι παρούσα».

«Θα πρέπει να σημειώσω, βεβαίως, ότι όποιοι θα προσκληθούν δεν σημαίνει ότι θα είναι και μέρος της καθ` αυτής διαπραγμάτευσης της Συνθήκης Εγγυήσεων, διότι αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία, τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις και τις δύο κοινότητες», προσέθεσε ο κ. Αναστασιάδης.

Συνεπώς, σημείωσε, «θα είναι στην περιφέρεια, και αν οι δύο ηγέτες, ή οποιοσδήποτε ηγέτης, θελήσει να έχει τη συμβουλή ή τη συμβολή τους, θα μπορεί να το πράξει».

Εξάλλου, είπε ότι η Διάσκεψη θα γίνει υπό μορφή πενταμερούς και ότι ο ίδιος θα παρίσταται με την ιδιότητα του επικεφαλής του κράτους και του εκπροσώπου της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Πρόσθεσε ότι στη Διάσκεψη θα συμμετέχουν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, Ελλάδα, Τουρκία και Βρετανία, καθώς και η τουρκοκυπριακή κοινότητα.