Πώς ερμηνεύεται η απόφαση του ΣτΕ για αντισυνταγματική ιθαγένεια

Εξαιρετικά ορθή, χαρακτηρίζει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο Ραγκούση, ο καθηγητής συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ανδρέας Δημητρόπουλος, ο οποίος μίλησε στο news.gr.

“Είναι προφανές από πολλά άρθρα του Συντάγματος, ότι προστατεύεται το ελληνικό έθνος. Η προστασία του ελληνικού έθνους αποτελεί δέσμευση για τον κοινό νομοθέτη σε διάφορα πεδία, στα οποία καλείται να νομοθετήσει και κυρίως στο θέμα της ιθαγένειας, όπου το Σύνταγμα προϋποθέτει και απαιτεί μία ουσιαστική σχέση, που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα σε αυτόν που αιτείται την ελληνική ιθαγένεια – τον αλλοδαπό – και το ελληνικό έθνος”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο κύριος Δημητρόπουλος.

Υποστηρίζει μάλιστα, ότι ο αλλοδαπός που αιτείται διατηρεί έναν αποδεδειγμένα ουσιαστικό δεσμό με το ελληνικό έθνος.

Σε ό, τι αφορά τις ιθαγένειες που έχουν χορηγηθεί από το 2010 και μετά, τονίζει ότι με βάση το νόμο η ιθαγένεια που παραχωρείται δεν μπορεί να ανακληθεί και είναι οριστική.

“Εδώ όμως πρόκειται για ιθαγένεια, η οποία έχει παρασχεθεί με αντισυνταγματικό νόμο. Το καθεστώς της μη ανάκλησης της ιθαγένειας είναι βασισμένο σε νόμο που σχετίζεται με το Σύνταγμα, διαφορετικά θα επιβραβεύαμε την αντισυνταγματική ρύθμιση. Δεν αποκλείεται λοιπόν, να υπάρχει ανακλητότητα στην προκειμένη περίπτωση”, συνεχίζει ο κύριος Δημητρόπουλος. Όπως επισημαίνει, η συγκεκριμένη πράξη – χορήγησης της ιθαγένειας από το 2010 και μετά που βρίσκεται σε ισχύ ο νόμος - μπορεί να ακυρωθεί κάτι που δεν γίνεται αυτόματα και είτε θα πρέπει να υπάρξει κάποια ρύθμιση, είτε να ακυρωθούν οι συγκεκριμένες πολιτογραφήσεις.

Αναφορικά με τη συμμετοχή κάποιων αλλοδαπών στις εκλογές, ο κύριος Δημητρόπουλος διευκρινίζει ότι μόνο στην περίπτωση που υπάρξουν προσφυγές από κάποιους υποψηφίους μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα και σε περίπτωση που η διαφορά ψήφων μπορεί να ανατρέψει το αποτέλεσμα. Όταν δηλαδή η διαφορά ψήφων μεταξύ δύο υποψηφίων είναι 100 ψήφοι και οι αλλοδαποί που καθόρισαν το αποτέλεσμα και ήταν κάτοχοι της ιθαγένειας, ήταν 200. “Δεν παύει όμως να είναι μία ακραία περίπτωση, καθώς αναφερόμαστε σε μεγάλους δήμους, όπου είναι μάλλον απίθανο να προκύψουν διαφορές”, καταλήγει.

Το ζήτημα δεν είναι η ιθαγένεια, αλλά η παραχώρηση δικαιωμάτων στους αλλοδαπούς”

Διαφορετική γνώμη γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, έχει ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, Γιώργος Κατρούγκαλος.

“Η βασική διαφορά είναι ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας βασίζει την απόφασή του στο δίκαιο του αίματος”, λέει ο κύριος Κατρούγκαλος. (Υπάρχουν δύο τρόποι να αποκτήσει κανείς ιθαγένεια. Είτε να γεννηθεί από Έλληνα γονέα με βάση το δίκαιο του αίματος είτε να γεννηθεί στην Ελλάδα από αλλοδαπούς γονείς με βάση το δίκαιο του εδάφους)

Όπως υποστηρίζει ο έγκριτος συνταγματολόγος το ζήτημα έχει στραφεί εσφαλμένα γύρω από την ιθαγένεια. “Το ζητούμενο για τους περισσότερους αλλοδαπούς δεν είναι να γίνουν Έλληνες. Οι μετανάστες θέλουν να πάρουν την ιθαγένεια για να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους. Θα μπορούσε λοιπόν να θεσπιστεί μία διάταξη ότι κάποιος, ο οποίος μένει μόνιμα στη χώρα έχει τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους - κάτι που ήδη συμβαίνει στην Ισπανία”.

Ο κύριος Κατρούγκαλος μιλάει για κοντόφθαλμη οπτική και υποστηρίζει ότι ο νόμος δεν είναι αντισυνταγματικός, γιατί το Σύνταγμα δεν επιβάλλει ένα συγκεκριμένο τρόπο κτήσης της ιθαγένειας – όπως το δίκαιο του αίματος. “Υπάρχουν γενικές αρχές του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τα βασικά θεμελιώδη δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους. Το βασικό ζήτημα είναι – κατά τη γνώμη μου - να έχουν οι αλλοδαποί δικαιώματα. Κακώς τίθεται το δίλημμα περί χορήγησης ή όχι της ιθαγένειας”, προσθέτει.

Για το ζήτημα της συμμετοχής των αλλοδαπών στις εκλογές εξηγεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να προσβληθούν τα αποτελέσματα, γιατί έχουν εκπέσει οι προθεσμίες προσφυγής στη δικαιοσύνη. “Άλλωστε η συμμετοχή τους ήταν σχετικά μικρή, σχεδόν περιφερειακή. Ο μέσος μετανάστης νοιάζεται ελάχιστα για την ελληνική πολιτική ζωή. Έλληνες είναι όλοι όσοι συμμετέχουν στην ελληνική παιδεία”, καταλήγει, ανατρέχοντας στη γνωστή ρήση του Ισοκράτη.