Το νέο μανιφέστο του ΚΚΕ από τον διάδοχο της Αλέκας Παπαρήγα

Μέσα από ένα άρθρο τριών σελίδων στον Ριζοσπάστη ο Γιώργος Μαρίνος, μέλος  του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ περιγράφει τη νέα στρατηγική του κόμματος, μετά την ήττα στις εκλογές.

Ο Γιώργος Μαρίνος φέρεται ως ο επικρατέστερος για να αναλάβει τη θέση της γενικής γραμματέας του κόμματος κυρίας Αλέκας Παπαρήγα.

Όπως αναφέρει: “Στη στρατηγική των κομμουνιστικών κομμάτων, στην πολιτική των συμμαχιών και στην αναβάθμιση της ιδεολογικής - πολιτικής συζήτησης στα ζητήματα όπου σημειώνονται διαφορετικές προσεγγίσεις και διαφωνίες. Πρέπει να δοκιμάζονται οι διαφορετικές θέσεις του κόμματος, με βάση την πραγματικότητα που ζούμε, τις μαρξιστικές - λενινιστικές αρχές, την πείρα του κομουνιστικού, εργατικού κινήματος”.

Διαβάστε το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη

Ορισμένα ζητήματα στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος μέσα από την πείρα του ΚΚΕ

Είναι γεγονός ότι, όταν αναφερόμαστε σε σύνθετα προβλήματα που απασχολούν το κομμουνιστικό, το εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε προβλήματα που αφορούν τη στρατηγική των Κομμουνιστικών Κομμάτων, την πολιτική των συμμαχιών, απαιτείται αναβάθμιση της ιδεολογικής - πολιτικής συζήτησης στα ζητήματα όπου σημειώνονται διαφορετικές προσεγγίσεις και διαφωνίες. Ετσι ώστε να κατατίθενται επιχειρήματα, να δοκιμάζονται οι διαφορετικές θέσεις, με βάση την πραγματικότητα που ζούμε, τις μαρξιστικές - λενινιστικές αρχές, την πείρα του κομμουνιστικού, εργατικού κινήματος.

Ολα αυτά με ένα στόχο: Το κομμουνιστικό κίνημα να βάλει γερά, επαναστατικά θεμέλια και να ξεπεράσει την κρίση του, να γίνει ικανό στην πάλη για την οργάνωση της εργατικής τάξης, για την οικοδόμηση της αναγκαίας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, να κατακτήσει ανώτερο επίπεδο στην προσπάθεια για τη συγκέντρωση δυνάμεων, με στόχο την κλιμάκωση της σύγκρουσης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, για το σοσιαλισμό.

Αναμφισβήτητα, τα φιλελεύθερα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά και τα κόμματα που έχουν αποστατήσει από τις αρχές της μαρξιστικής - λενινιστικής κοσμοθεωρίας και έχουν κατρακυλήσει στο δρόμο της ταξικής συμφιλίωσης, του οπορτουνισμού, έχουν κάνει τις δικές τους επιλογές. Εχουν επιλέξει το δρόμο της υπεράσπισης και της διαχείρισης του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από τις δικαιολογίες και τα προσχήματα που χρησιμοποιούν.

Το ζητούμενο είναι τα Κομμουνιστικά Κόμματα που πιστεύουν στις αρχές της ταξικής πάλης, στην ιστορική αναγκαιότητα της πάλης για την ανατροπή του καθεστώτος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, να προσαρμόσουν τη στρατηγική και την τακτική τους στους παραπάνω στόχους που αποτελούν στην ουσία και το λόγο ύπαρξης ενός Κομμουνιστικού Κόμματος.

1. Το ΚΚΕ έχει αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί. Προχωράει μετρημένα, μελετημένα σε έναν πολύ δύσβατο δρόμο, βγάζει πείρα από την ιστορική του διαδρομή, αντιπαλεύει τις αδυναμίες του και προσαρμόζει τη στρατηγική του και την τακτική του (που απορρέει από τη στρατηγική), στις ανάγκες της συγκέντρωσης, της διαπαιδαγώγησης και της οργάνωσης εργατικών, λαϊκών δυνάμεων στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, στη βάση ενός αδιαπραγμάτευτου στόχου.

Τη ρήξη με το μεγάλο κεφάλαιο και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, την ανατροπή των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής και την αντικατάστασή τους από την εργατική, λαϊκή σοσιαλιστική εξουσία, τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Η στρατηγική και η τακτική του ΚΚΕ

Το ΚΚΕ από πολλά χρόνια πριν, το 1996, στο 15ο Συνέδριό του προσάρμοσε τη στρατηγική και την τακτική του στις νέες ανάγκες που γεννάει η ανάπτυξη του καπιταλισμού, η κυριαρχία, η ισχυροποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η ενσωμάτωση της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ.

Μέσα από τη μελέτη της αντικειμενικής κατάστασης, εκτιμώντας ότι στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί (παραπέρα) οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ο καπιταλισμός είναι στο ανώτερο (μονοπωλιακό) ιμπεριαλιστικό του στάδιο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ωρίμασαν ακόμα περισσότερο οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό. Στην εποχή μας, ανέφερε το Συνέδριο, εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, η πάλη των τάξεων κατευθύνεται στη λύση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας. Η επαναστατική αλλαγή στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική. Κινητήριες δυνάμεις της σοσιαλιστικής επανάστασης θα είναι η εργατική τάξη ως ηγετική δύναμη, οι μισοπρολετάριοι, η φτωχή αγροτιά και τα πιο καταπιεσμένα λαϊκά μικροαστικά στρώματα της πόλης.

Στη βάση αυτή, καθορίστηκε η αντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική γραμμή συσπείρωσης και πάλης ως εργαλείο για τη συγκέντρωση δυνάμεων, θεμέλιο για την πολιτική των συμμαχιών του Κόμματος και τη δράση του στο εργατικό, λαϊκό κίνημα, με σκοπό την επίλυση του κεντρικού προβλήματος, του προβλήματος της εξουσίας.

Σ' αυτήν την κατεύθυνση, έγιναν οι αναγκαίες προσαρμογές στα επόμενα τρία Συνέδρια, εμπλουτίζοντας τη στρατηγική και την τακτική του Κόμματος. Κι αυτό το στοιχείο διακρίνεται ιδιαίτερα στο 18ο Συνέδριο, το 2009, στο οποίο εμπλουτίστηκε η στρατηγική του ΚΚΕ με ειδική Απόφαση για τις αιτίες που οδήγησαν στην ανατροπή του σοσιαλισμού, με βάση κυρίως την πείρα της Σοβιετικής Ενωσης.

Είναι φανερό πως το ΚΚΕ, με την προσαρμογή της στρατηγικής του στις νέες ανάγκες της ταξικής πάλης, ξέφυγε από τη λογική των «σταδίων» που ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος τις περασμένες δεκαετίες και παραμένει στα προγράμματα πολλών Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Η απόφαση του ΚΚΕ τεκμηριώνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα που τονίζει ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα (ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό - κομμουνισμό) και συνεπώς δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία.

Αναμφισβήτητα, αν δεν υπάρξει επαναστατική ανατροπή, η εξουσία, τα μέσα παραγωγής, ο πλούτος που παράγουν οι εργαζόμενοι θα παραμένουν στα χέρια της αστικής τάξης, δε θα υπάρχουν (αντικειμενικά) οι όροι για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, θα διαιωνίζεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση και συνεπώς μια τέτοια διαχειριστική κατάσταση που αναφέρεται ως ενδιάμεσο στάδιο, θα συσσωρεύει προβλήματα στο λαό και θα εκθέτει το Κομμουνιστικό Κόμμα, θα το βάλει στο φαύλο κύκλο της ενσωμάτωσης στο σύστημα.

Γνωρίζουμε καλά τον αντίλογο

Γνωρίζουμε καλά τον αντίλογο που υπάρχει και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται ενάντια στη στρατηγική κατεύθυνση του ΚΚΕ και θέτουμε για συζήτηση, για προβληματισμό τα δικά μας επιχειρήματα, προσπαθώντας να αναδείξουμε τα αντικειμενικά στοιχεία που οδηγούν στην επιλογή του Κόμματός μας.

Ο καπιταλισμός είναι ένα ξεπερασμένο ιστορικά σύστημα που δεν μπορεί να του δώσει ανθρώπινο πρόσωπο κανένας τρόπος διαχείρισης. Μιλάμε για την παραδοσιακή φιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, αλλά κι αυτή που εμφανίζεται ως «αριστερή», «νεοαριστερή», «προοδευτική» κ.λπ. και έχει προκαλέσει συζητήσεις μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα.

Δεν εξετάζουμε προθέσεις.

Συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στους ίδιους τους νόμους του συστήματος. Στο βασικό νόμο της απόκτησης υπεραξίας, απλήρωτης εργασίας και κέρδους για τα μονοπώλια που είναι η καρδιά της εκμεταλλευτικής φύσης του καπιταλισμού και δεν αλλάζει από καμία διαχείριση όπως και να ονομαστεί. Αφού η δράση αυτού του νόμου, ανεξάρτητα από τα μίγματα της εφαρμοζόμενης πολιτικής, καθορίζει και τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της οικονομίας.

Συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στην όξυνση της βασικής αντίθεσης. Της αντίθεσης ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και της εργασίας (από τη μια) που βάζει σε κίνηση εκατομμύρια εργάτες, εργαζόμενους παραγωγούς του πλούτου και στην ατομική, καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτής της διαδικασίας (από την άλλη) που κινείται στις μέρες μας σε ανώτερα επίπεδα από πριν και έχει τη βάση της στην εξουσία του κεφαλαίου και στην ιδιοκτησία του στα μέσα παραγωγής.

Αυτή ακριβώς η αντίθεση οδηγεί στις καπιταλιστικές κρίσεις, κάνει το σύστημα συνεχώς πιο επιθετικό, πιο αντιδραστικό. Κι αυτό ακριβώς δείχνει και η πρόσφατη πείρα της καπιταλιστικής κρίσης που χτυπάει την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και άλλες καπιταλιστικές χώρες ανάλογα με τη φάση του κύκλου που βρίσκεται κάθε χώρα.

Η αντίθεση αυτή δεν ξεπερνιέται από κανένα μίγμα διαχείρισης του συστήματος και η υποβάθμιση της βασικής αντίθεσης, στο όνομα των «εθνικών ιδιαιτεροτήτων» εγκλωβίζει Κομμουνιστικά Κόμματα σε λαθεμένες θέσεις.

Συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για τον έλεγχο των πρώτων υλών, το μοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής που αποτελούν τη βάση εκδήλωσης των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την ιστορική πείρα παλαιότερων εποχών, δεν περιορίζεται στον 1ο και 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Αφορά δεκάδες άλλους τοπικούς και περιφερειακούς πολέμους, τους πολέμους που ζούμε στις μέρες μας, όπως αυτοί στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη. Αφορά την επέμβαση στα εσωτερικά της Συρίας, τις απειλές κατά του Ιράν, τον κίνδυνο γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ανατολική Μεσόγειο, στον Περσικό Κόλπο, στην ευρύτερη περιοχή.

Κι αυτές οι αντιθέσεις δεν ξεπερνιώνται από καμία αστική διαχείριση. Πολύ περισσότερο, η στρεβλή, αταξική αντιμετώπιση των διεθνών σχέσεων οδηγεί στον εγκλωβισμό σε αδιέξοδες λογικές «εκδημοκρατισμού» των ιμπεριαλιστικών ενώσεων κι οργανισμών, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, στη χίμαιρα του λεγόμενου «πολυπολικού κόσμου», ακόμη και στην κατρακύλα της συμμετοχής σε κυβερνήσεις που διεξήγαγαν ιμπεριαλιστικούς πολέμους (όπως π.χ. στη Γιουγκοσλαβία), ή πιο πρόσφατα στη δικαιολόγηση και στήριξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου στη Λιβύη (βλέπε στάση μερίδας βουλευτών της GUE/NGL).

Η θέση πως ο καπιταλισμός είναι ιστορικά ξεπερασμένο σύστημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή άλλα καπιταλιστικά κράτη με ενδιάμεση θέση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα που έχουν πληγεί έντονα από την κρίση. Αφορά συνολικά το σύστημα συμπεριλαμβανομένων και των ανεπτυγμένων, ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών στα οποία είναι χαρακτηριστικό το στοιχείο του υψηλού βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης (λόγω και της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας) και της υψηλής κερδοφορίας των μονοπωλίων.
Απάντηση η πάλη για το σοσιαλισμό

Η απάντηση είναι η ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Η ανάπτυξη της ιδεολογικοπολιτικής και μαζικής πάλης για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, των κρίσεων, των πολέμων, της ανεργίας που μαστίζει εκατομμύρια εργαζόμενους, της φτώχειας.

Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης, πρώτα απ' όλα σε εθνική βάση, εκεί που εκδηλώνεται καθαρά, άμεσα, η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Αλλά και με ουσιαστικό συντονισμό σε διεθνές επίπεδο, με πρωταγωνιστές τα Κομμουνιστικά, επαναστατικά κόμματα, τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον να παλέψουν κατά των μονοπωλίων, του καπιταλισμού, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων.

Η απάντηση είναι η πάλη για το σοσιαλισμό. Κι αυτό δεν είναι ακαδημαϊκό ζήτημα. Δεν είναι ένα ζήτημα μέσα σε όλα τα άλλα. Είναι το βασικό, το κυρίαρχο αυτό που καθορίζει όλα τα άλλα. Δεν αρκεί, δηλαδή, η αναφορά στην έννοια του σοσιαλισμού στο πρόγραμμα, στα ντοκουμέντα ενός Κομμουνιστικού Κόμματος είτε η αποδοχή περί της αναγκαιότητας και επικαιρότητας του σοσιαλισμού. Αυτό κατά κανόνα γίνεται, αλλά έχει μικρή αξία όταν άλλες προγραμματικές επιλογές οδηγούν στην επισκίαση της πάλης για το σοσιαλισμό και η τακτική που καθορίζεται είναι αποσπασματική και προκύπτει από ενδιάμεσο διαχειριστικό στόχο.

Το βασικό είναι η πάλη για το σοσιαλισμό και οι απαιτήσεις που έχει. Ωστε η πάλη αυτή να καθορίζει στην πράξη τον προσανατολισμό στο εργατικό κίνημα, στο πολιτικό πλαίσιο που δίνουν οι κομμουνιστές τη μάχη κατά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, στα αιτήματα, στους στόχους πάλης, στην οικοδόμηση της ταξικής ενότητας της εργατικής τάξης, στην πολιτική των συμμαχιών, στις επεξεργασίες του Κόμματος για τα λαϊκά προβλήματα.

Ετσι που να κάθονται στο σκαμνί του κατηγορούμενου το εκμεταλλευτικό σύστημα, οι δυνάμεις του κεφαλαίου και οι πολιτικοί του εκφραστές, να προβάλλει η εναλλακτική λύση που δεν είναι γενικά και αόριστα «ανάπτυξη», «δημοκρατία», «κοινωνική πρόοδος», αλλά ανάπτυξη (σοσιαλιστική) με κριτήριο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, χωρίς καπιταλιστές και καπιταλιστικό κέρδος, με πέρασμα του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι στα δικά τους χέρια.

Μόνο σ' αυτήν την περίπτωση, σε πολύ εχθρικό περιβάλλον που οι καπιταλιστές και το αστικό κράτος χρησιμοποιούν τα πιο σύγχρονα μέσα χειραγώγησης, εκφοβισμού, καταστολής και ο οπορτουνισμός επιδίδεται σε οργανωμένη επιχείρηση φθοράς συνειδήσεων, μπορείς να δώσεις τροφή για την ανάπτυξη της εργατικής, λαϊκής συνείδησης και να προετοιμάζεται, να ωριμάζει ο υποκειμενικός παράγοντας να αντιστοιχηθεί (όσο είναι δυνατόν) με τις ανάγκες της ταξικής πάλης. Κι αυτό να δώσει ώθηση στην πάλη των εργαζομένων, να αποφασίσουν να πάρουν μέρος στη δράση και στις πιο δύσκολες συνθήκες, να συγκρουστούν με τους ταξικούς τους αντιπάλους στο πλευρό του επαναστατικού κόμματος.

Σε διαφορετική περίπτωση (χωρίς να δοθεί αυτή η μάχη) η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, που τα συμφέροντά τους (αντικειμενικά) είναι σε κάθετη αντίθεση με τον καπιταλισμό, θα αποδέχονται ως μοναδική λύση το εκμεταλλευτικό σύστημα και θα ταλανίζονται στις κάθε είδους διαχειριστικές εκδοχές, θα παροπλίζονται.

Για το συσχετισμό

Λένε κάποιοι σύντροφοι. «Ο συσχετισμός είναι αρνητικός, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανατροπή του συστήματος, για σοσιαλισμό».

Απαντάμε αποφασιστικά. Η προσέγγιση αυτή είναι λάθος. Βεβαίως, η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι αυτή τη στιγμή στην ημερήσια διάταξη, δεν έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για επαναστατική κατάσταση που είναι αντικειμενική εξέλιξη και αφορά βαθιά πολιτική κρίση που θα εκδηλώνει αυτό ακριβώς που σημείωσε ο Λένιν στη «Χρεωκοπία της 2ης Διεθνούς». Δηλαδή οι «πάνω» να μην μπορούν να κυβερνήσουν όπως παλιά και οι «κάτω» να μην ανέχονται να κυβερνηθούν όπως πρώτα.

Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι κομμουνιστές θα «σταυρώσουν τα χέρια» και θα αναζητούν διαχειριστικά υποκατάστατα στη λογική του «μικρότερου κακού».

Υποχρέωση των κομμουνιστών είναι η συνεχής, μαχητική προσπάθεια για την οργάνωση της εργατικής τάξης, για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στο εργατικό, λαϊκό κίνημα πρώτα και όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αλλαγή του συσχετισμού δύναμης (που δεν είναι αναλλοίωτος), δίνοντας ποιοτικά ταξικά στοιχεία, την πραγματική εναλλακτική λύση που θα προετοιμάζει την εργατική τάξη για σκληρές αναμετρήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού δεν καθορίζεται από το συσχετισμό δύναμης. Ούτε η εποχή μας ως εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό αλλάζει λόγω των οδυνηρών αντεπαναστατικών αλλαγών. Αυτό που κρίνει, αυτό που έκρινε και τα περασμένα προκαπιταλιστικά κοινωνικά - οικονομικά συστήματα είναι η ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για την οικοδόμηση ενός ανώτερου κάθε φορά οικονομικοκοινωνικού συστήματος, η όξυνση των αντιθέσεων που διαπερνούν το παλιό σύστημα. Είναι η όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις ξεπερασμένες παραγωγικές σχέσεις που καταστρέφουν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Τώρα, στις μέρες μας, αυτό που κρίνει είναι η αντιστοίχηση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της εργασίας με την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Κι αυτή είναι η βάση που γεννάει την αναγκαιότητα της πάλης για το σοσιαλισμό.

Το ΚΚΕ δεν υποτιμά τις δυσκολίες της ταξικής πάλης και τις σύνθετες εξελίξεις που αντιμετωπίζουν τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε διεθνές επίπεδο. Με μεγάλη προσοχή παρακολουθεί ιδιαίτερα τις εξελίξεις π.χ. στη Λατινική Αμερική, εκφράζει σταθερά την αλληλεγγύη του στην πάλη των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Μελετάει τις διεργασίες μέσα στους λαούς, την πορεία των κυβερνήσεων που εκλέγονται με συνθήματα επίλυσης των λαϊκών προβλημάτων και από αυτήν την πείρα βγάζει συμπεράσματα, με κριτήριο την πολιτική που εφαρμόζεται, τον ταξικό της χαρακτήρα και βεβαίως από τη στάση στα δύο βασικά ζητήματα.

Το χαρακτήρα της εξουσίας και την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Στη βάση αυτή, σημειώνουμε πως αλλοίωση, υποτίμηση της σημασίας αυτών των δύο θεμελιακών ζητημάτων και υποκατάσταση του επιστημονικού σοσιαλισμού από τη λογική του λεγόμενου «σοσιαλισμού του 21ουαιώνα», που προωθούν δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, σημαίνει εγκλωβισμό στην αυταπάτη ενός «εξανθρωπισμένου καπιταλισμού» και αφοπλίζει την πάλη της εργατικής τάξης.
Η αναγκαιότητα της ανατροπής τέθηκε από τους κλασικούς της κοσμοθεωρίας μας

Την αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού την θέτουν οι κλασικοί της κοσμοθεωρίας μας ακόμα μέσα από το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».

Πολύ περισσότερο, τη θέτουν στα κατοπινά χρόνια, αξιοποιώντας και την πείρα της πρώτης προλεταριακής επανάστασης, της «Κομμούνας του Παρισιού».

Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από τον πρόλογο που έγραψε ο ΕΝΓΚΕΛΣ το 1888 στο λόγο του Μαρξ για το Ελεύθερο Εμπόριο.

«Η εξαθλίωση των πλατιών λαϊκών μαζών ως συνέπεια της υπερπαραγωγής, η οποία δημιουργεί είτε περιοδικές κρίσεις είτε χρόνια ύφεση του εμπορίου, η διαίρεση της κοινωνίας σε μια μικρή τάξη μεγάλων καπιταλιστών και σε μια μεγάλη τάξη κληρονομικών ουσιαστικά μισθωτών σκλάβων, προλετάριων των οποίων ο αριθμός σταθερά αυξάνεται, ενώ εξίσου σταθερά καθίστανται υπεράριθμοι από τα νέα μηχανήματα που εξοικονομούν ανθρώπινη εργασία, με λίγα λόγια η πρόσκρουση σε ένα αδιέξοδο από το οποίο δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά μόνο ένας ριζικός μετασχηματισμός ολόκληρης της οικονομικής δομής που βρίσκεται στη βάση αυτής της κοινωνίας».

Η ίδια, η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, ο σοσιαλιστικός της χαρακτήρας, στις αρχές του 20ούαιώνα, σε μια καθυστερημένη καπιταλιστικά χώρα με πολυπληθές αγροτικό, μικροαστικό στοιχείο, έδωσε πρακτικά την απάντηση στις αναζητήσεις των επαναστατών εκείνης της περιόδου και διέψευσε τους φορείς του οπορτουνισμού.

Η ήττα της επανάστασης του 1905, η τσαρική επίθεση, η καταστολή, αντιπαλεύτηκαν αποφασιστικά. Το μπολσεβίκικο κόμμα με την καθοδήγηση του Λένιν ανασυγκροτήθηκε, κατέκτησε την αναγκαία στρατηγική και τακτική, συνέχισε σε αντίξοες συνθήκες την προετοιμασία του για την επαναστατική ανατροπή όχι μόνο της φεουδαρχικής απολυταρχίας, αλλά και της αστικής εξουσίας.

Ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι δεν επέλεξαν το «μικρότερο κακό», δε «χάθηκαν» στην αναζήτηση διαχειριστικών λύσεων, δεν απολυτοποίησαν τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης που λίγο πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση ήταν σε βάρος των μπολσεβίκων και υπέρ των οπορτουνιστών στα Σοβιέτ και στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση.

Ξεκαθάρισαν με απόλυτο τρόπο: «Καμία υποστήριξη στην Προσωρινή Κυβέρνηση», όπως ανέφερε ο Λένιν στις «Θέσεις του Απρίλη» του 1917. «Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης τάξης είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την αυστηρή επιστημονική όσο και με την πρακτικά πολιτική σημασία αυτής της έννοιας».

Τα αναφέρουμε αυτά, παίρνοντας υπόψη τη συζήτηση που γίνεται στο κομμουνιστικό κίνημα για την περίοδο αυτή, επαναλαμβάνοντας ότι το κρίσιμο στοιχείο είναι η αλλαγή τάξης στην εξουσία κι αυτό γίνεται μόνο μέσα από τον επαναστατικό δρόμο, όπως άλλωστε έχει αποδείξει η πολύχρονη ιστορική πείρα που μπορεί να προφυλάξει από τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Παίρνοντας υπόψη ότι ποτέ και πουθενά δεν έλαβε χώρα ανατροπή του καθεστώτος της εκμετάλλευσης μέσα από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.

Οι κλασικοί μιλούσαν για την ανατροπή του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού στο τέλος του 19ουαιώνα, στις αρχές του 20ούαιώνα και σήμερα που οι υλικές προϋποθέσεις έχουν ωριμάσει σε ασύγκριτο βαθμό, δεν μπορούμε, δεν έχουμε δικαίωμα να πάμε πίσω.
Για τα περί διαφορετικότητας των συνθηκών

Λένε ορισμένοι σύντροφοι. «Οι συνθήκες στη μια ή στην άλλη χώρα είναι διαφορετικές». Βεβαίως, η δράση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης οδηγεί σε διαφορές στο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, μπορεί να υπάρχουν διαφορές στην κοινωνική διάρθρωση της κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας, διαφορετικό επίπεδο στην ωριμότητα της συνείδησης της εργατικής τάξης, διαφορές στους συσχετισμούς δύναμης. Αυτά τα στοιχεία τα υπολογίζει (πρέπει να τα υπολογίζει) το κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα στη χάραξη της στρατηγικής και της τακτικής του, στην πολιτική των συμμαχιών. Αλλά υπάρχουν ορισμένοι γενικοί κανόνες, θεμελιακές αρχές οι οποίες όπου παραβιάστηκαν οδήγησαν σε παρέκκλιση, φτάνοντας μέχρι το λεγόμενο «Ευρωκομμουνισμό», που, στο όνομα της εθνικής ιδιαιτερότητας, καταπάτησε και κατάργησε κάθε επαναστατική αρχή. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, η καθολική εμφάνιση των μονοπωλίων είναι το βασικό ζήτημα, το οποίο προσδιορίζει ότι το σύστημα είναι στο τελευταίο, το ιμπεριαλιστικό στάδιο και τονίζει ότι έχουν ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση του νέου συστήματος, του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Οι κλασικοί της κοσμοθεωρίας μας έχουν μιλήσει από πολλά χρόνια πριν για την ουσία του ζητήματος των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και είναι πολύ χρήσιμη η κλασική αναφορά του Ενγκελς που τόνιζε το 1887 στον πρόλογο στην αμερικάνικη έκδοση του έργου «Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία» ότι: «Οι αιτίες που δημιουργούν το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην εργατική τάξη και την τάξη των κεφαλαιοκρατών είναι οι ίδιες και στην Αμερική και στην Ευρώπη. Τα μέσα για το ξεπέρασμα αυτού του χάσματος είναι επίσης κοινά. Επομένως, το πρόγραμμα του αμερικάνικου προλεταριάτου πρέπει, όσο το κίνημα αναπτύσσεται, να συμπίπτει όλο και περισσότερο με αυτό το γενικά αποδεκτό πρόγραμμα του ευρωπαϊκού αξιόμαχου προλεταριάτου που προέκυψε μετά από εξήντα χρόνια καυγάδων και συζητήσεων. Θα διακηρύσσει, όπως και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα, ως τελικό στόχο την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη ως μέσο για την άμεση ιδιοποίηση όλων των μέσων παραγωγής - γη, σιδηρόδρομοι, ορυχεία, μηχανές κ.λπ. - από την κοινωνία και για την από κοινού χρήση αυτών των μέσων παραγωγής για λογαριασμό και προς όφελος όλων».

Η μελέτη της διεθνούς πείρας

2. Το ΚΚΕ μελετάει, διδάσκεται από τη διεθνή πείρα του κομμουνιστικού, εργατικού κινήματος αλλά και από τη δική του ιστορική διαδρομή. Τα πιο κρίσιμα λάθη, που στοιχίζουν πολύ ακριβά, αφορούν στην εκχώρηση της ιδεολογικοπολιτικής και της οργανωτικής αυτοτέλειας του επαναστατικού κόμματος σε σχήματα συνεργασίας, συμμαχίας και τέτοια παραδείγματα έχουμε πολλά στο κομμουνιστικό κίνημα, παραδείγματα που οδήγησαν σε χρόνια καθυστέρηση, ενσωμάτωση ή και σε διάλυση Κομμουνιστικά Κόμματα.

Η πολιτική των συμμαχιών είναι πολιτική στρατηγικής σημασίας, καθορίζεται από τη βασική, στρατηγική γραμμή και αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο που απαιτεί επαναστατική συνέπεια. Κάθε παρέκκλιση από αυτό το καθήκον στο όνομα ελιγμών, πρόσκαιρων εκλογικών κερδών κ.λπ. σε φέρνει πίσω, ακυρώνει ό,τι κατέκτησε το Κομμουνιστικό Κόμμα την προηγούμενη περίοδο, βάζει σε κίνδυνο την ίδια την επαναστατική σου ύπαρξη.

Το σημειώνουμε αυτό, παίρνοντας υπόψη τη συζήτηση, την αντιπαράθεση που έγινε για τη στάση του ΚΚΕ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές το Μάη και τον Ιούνη του 2012 στην Ελλάδα.

Η επίθεση κατά του ΚΚΕ από τις δυνάμεις του δεξιού και αριστερού οπορτουνισμού δεν μας αιφνιδίασε. Πολύ περισσότερο, το ΚΚΕ δεν αιφνιδιάστηκε από τη στάση του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ιδρύθηκε στα πλαίσια των κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για τη στήριξη της «Συνθήκης του Μάαστριχτ», της στρατηγικής του κεφαλαίου. Αποδέχθηκε τους όρους και τις προϋποθέσεις που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ενωση. Υπερασπίζεται το ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο, είναι υπέρ της ταξικής συνεργασίας και της κοινωνικής συναίνεσης, φοβάται την πάλη για το σοσιαλισμό όπως ο διάβολος το λιβάνι.

Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, οι εργαζόμενοι έχουν υποχρέωση να εξετάσουν τις θέσεις του κάθε κόμματος και να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.

Η ΚΕ του ΚΚΕ με μεγάλη ευθύνη ανέλυσε το αρνητικό για το Κόμμα και το λαό μας εκλογικό αποτέλεσμα. Πραγματοποιήθηκαν ουσιαστικές συζητήσεις τόσο μέσα στο Κόμμα όσο και με τους φίλους και ψηφοφόρους του. Συζητήθηκε η εκλογική τακτική, οι αδυναμίες, οι καθυστερήσεις, οι παραλείψεις που σημειώθηκαν, έγιναν πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις, διαμορφώθηκε σχέδιο δράσης για την επόμενη περίοδο.

Η ΚΕ, τα καθοδηγητικά όργανα των Οργανώσεων, τα μέλη και φίλοι του ΚΚΕ επιβεβαίωσαν ότι ήταν σωστή και αναγκαία η θέση του Κόμματος, που απέρριψε τη συμμετοχή σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης με τον ΣΥΡΙΖΑ ή άλλες δυνάμεις.

Ενα επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί να έχει δύο πρόσωπα. Ενα στην καθημερινή δράση και ένα στις εκλογές. Δεν μπορεί να παλεύει καθημερινά για τη συγκέντρωση δυνάμεων για την εξουσία και στις εκλογές «να χύνει την καρδάρα με το γάλα» και να μιλάει για διαχειριστική κυβέρνηση για να ικανοποιήσει προσδοκίες λαϊκών μαζών, για μια «εύκολη» αλλά αδιέξοδη λύση.

Οι κομματικές δυνάμεις και οι φίλοι του Κόμματος στηρίζουν την πολιτική γραμμή, με την οποία έδωσε το ΚΚΕ τη μάχη των εκλογών.

Πολιτική γραμμή, που περιλαμβάνει την καταδίκη της αντιλαϊκής πολιτικής των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων, αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ενωση και μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική, λαϊκή εξουσία. Κι αυτή η θέση αποτελεί την καρδιά της δράση του Κόμματος κι αυτήν την περίοδο, γιατί απαντάει στις εξελίξεις που έχουν διαμορφωθεί, απαντάει στις ανάγκες της ταξικής πάλης από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων.

Το βασικό ζήτημα που αναδείχτηκε και αποτελεί σημαντική πείρα για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα είναι η συμμετοχή ή όχι ενός Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, ανεξάρτητα αν εμφανίζεται με το όνομα «αριστερή», «προοδευτική» κ.λπ.

Στάση αρχών

Το ΚΚΕ τηρεί στάση αρχών και θέλουμε να σημειώσουμε τα εξής:

Πρώτα απ' όλα είναι ανάγκη να καταπολεμηθεί η λογική του «μικρότερου κακού».

Η λογική αυτή οδηγεί Κομμουνιστικά Κόμματα σε επικίνδυνες πολιτικές στήριξης της σοσιαλδημοκρατίας στο όνομα του περιορισμού της εκλογικής δύναμης της «δεξιάς».

Οδηγεί Κομμουνιστικά Κόμματα σε επικίνδυνες πολιτικές ουράς γενικότερα απέναντι σε αστικά κόμματα στο όνομα της αντιμετώπισης φασιστικών, ακροξεξιών σχημάτων. Η πείρα είναι πολύ αρνητική.

Επί της ουσίας, διαιωνίζεται ένας φαύλος κύκλος που στερεί ή περιορίζει την ιδεολογικοπολιτική αυτοτέλεια των Κομμουνιστικών Κομμάτων που τα ξεστρατίζει από τη χάραξη και εφαρμογή σταθερής επαναστατικής γραμμής, η οποία θα αξιοποιεί τις εκλογικές μάχες ως μορφές πάλης που δεν είναι αποσπασμένες από τη γενικότερη ταξική πάλη, την πάλη για τη συγκέντρωση δυνάμεων, για την εξουσία.

Δεύτερο, το κριτήριο για να κρίνεις ένα κόμμα δεν είναι τι δηλώνει αυτό, αλλά το πρόγραμμά του, η στάση του απέναντι στο εκμεταλλευτικό σύστημα, στο μεγάλο κεφάλαιο, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, στην ταξική πάλη και την προοπτική της.

Το ΚΚΕ δεν μπορεί να κάνει πολιτική, προγραμματική ή εκλογική συνεργασία, με κόμματα που προγραμματικά δεν έχει καμία σχέση όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και η «Δημοκρατική Αριστερά».

Τα κόμματα αυτά είναι υπερασπιστές του καπιταλισμού, είναι υπερασπιστές της ιμπεριαλιστικής διακρατικής ένωσης, της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που η στρατηγική της, οι πολιτικές της, τα μέτρα που παίρνει αντιστοιχούν στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών. Στρέφονται αποδεδειγμένα κατά των λαών και η λυκοσυμμαχία αυτή δεν αλλάζει, επειδή το λέει η μια ή άλλη οπορτουνιστική δύναμη στην Ελλάδα. Επειδή το λέει το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς που καλλιεργεί αυταπάτες κατά των εργαζομένων και τους εγκλωβίζει στη λογική του ευρωμονόδρομου. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η «Δημοκρατική Αριστερά» υποστηρίζουν την ειρηνική συνύπαρξη της εργασίας με το κεφάλαιο και καλλιεργούν αυταπάτες πως μπορεί να εφαρμοστεί «ανάπτυξη» που θα ικανοποιεί και τα δύο μέρη που αποδεδειγμένα έχουν αντίθετα ταξικά συμφέροντα.

Πρόκειται για κόμματα που εχθρεύονται τον επιστημονικό σοσιαλισμό, που συκοφαντούν το σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε στη Σοβιετική Ενωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.

Το κόμμα της «Δημοκρατικής Αριστεράς», που προέρχεται από διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, διέψευσε πολύ γρήγορα φίλους μας από το εξωτερικό που το κατέτασσαν στους εν δυνάμει συμμάχους του ΚΚΕ. Το κόμμα αυτό, αφού πήρε την ψήφο του λαού συνεργάστηκε μετεκλογικά με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στην τρικομματική κυβέρνηση και συμμετέχει στην εφαρμογή της σημερινής πολύ σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής.

Στην πράξη, από την πείρα που έχει συγκεντρωθεί και από την πολιτική των κομμάτων και των κυβερνήσεων που συμμετέχουν στην αστική διαχείριση, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιούν το τίτλο του «αριστερού», του «προοδευτικού» αποδεικνύεται το εξής:

Καμία κυβέρνηση που διαχειρίζεται τον καπιταλισμό, την εξουσία των μονοπωλίων και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, καμία κυβέρνηση που υλοποιεί πρόγραμμα που βασίζεται στα κέρδη των καπιταλιστών, στην ανταγωνιστικότητα, στην παραγωγικότητα και την κερδοφορία των μεγάλων οικονομικών ομίλων, δεν μπορεί να ακολουθήσει πολιτική προς όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Καμία τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να ελέξει τους νόμους του συστήματος, τις αντιθέσεις του, να ματαιώσει την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.

Αργά ή γρήγορα, οι υποσχέσεις περί «ανακούφισης» του λαού θα ξεφουσκώνουν, θα αποδεικνύονται λόγια του αέρα και η αναμονή, οι προσδοκίες για κάτι καλύτερο θα δίνουν τη θέση τους στην απογοήτευση του λαού, στην υποχώρηση του εργατικού κινήματος.

Το άρθρο αυτό βασίζεται σε αποσπάσματα άρθρου που γράφτηκε στο θεωρητικό περιοδικό Marxistische Blαtter του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος.