Μονομαχία μέχρι «να πέσει ο πρώτος» για το πόθεν έσχες

Μονομαχία μέχρι «να πέσει ο πρώτος» για το πόθεν έσχες

«Να δούμε στο τέλος ποιος θα κουραστεί πρώτος» απαντά το Μαξίμου στην απόφαση του ΣτΕ να ακυρώσει την υπουργική απόφαση για το πόθεν έσχες

Σε μονομαχία μέχρις… εσχάτων αναδεικνύεται η κόντρα που έχει ξεσπάσει μεταξύ κυβέρνησης και Δικαιοσύνης για το θέμα του πόθεν έσχες.

Κύκλοι του Μεγάρου Μαξίμου σχολιάζοντας την απόφαση του ΣτΕ με την οποία ακυρώνεται η διαδικασία για την υποβολή πόθεν έσχες, σημείωναν χαρακτηριστικά «να δούμε στο τέλος ποιος θα κουραστεί πρώτος».

Σήμερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε για δεύτερη φορά την υπουργική απόφαση που καθόριζε το περιεχόμενο υποβολής του πόθεν έσχες.

Σε έκτακτη συνεδρίαση ο Πρόεδρος του ΣτΕ, Νικόλαος Σακελλαρίου, δημοσίευσε την απόφαση της Ολομέλειας (3212/2017) με την οποία ακυρώνεται στο σύνολό της η σχετική υπουργική απόφαση (ΚΥΑ 1069/19.10.2017) που αφορά όλους τους υπόχρεους προς υποβολή δηλώσεων πόθεν έσχες και όχι μόνο τους δικαστές κάνοντας, με αυτό τον τρόπο, δεκτή την αίτηση ακύρωσης που είπαν καταθέσει οι δικαστικές ενώσεις.

Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια έκρινε ότι η απόφασή της αφορά όλους τους υπόχρεους των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων, καθώς είναι μη νόμιμες οι ρυθμίσεις ή παραλείψεις που αφορούν: 1) Την υποχρέωση δηλώσεως των μετρητών άνω των 15.000 ευρώ που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις, σε τράπεζες, καθώς και των κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ. 2) Η μη πρόβλεψη εύλογης προθεσμίας  τόσο για τη διενέργεια και την ολοκλήρωση του ελέγχου όσο και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων προς δήλωση πόθεν έσχες. 3) Η υποχρέωση να περιλαμβάνεται στην ετήσια δήλωση το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων ανεξαρτήτως του αν επήλθε ή όχι κατά το προηγούμενο έτος μεταβολή σε αυτά. 4) Η μη πρόβλεψη προκειμένου περί περιουσιακών στοιχείων κτηθέντων σε προηγούμενες χρήσεις για την μη αναγραφή στην πρώτη ηλεκτρονική δήλωση της αξίας κτήσεως. 5) Η υποχρέωση δηλώσεως των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου με το οποίο ο/η υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.

Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας τονίζουν ότι λόγω της σημασίας του θέματος, δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουν οι ρυθμίσεις.