Η Αθήνα ξεραίνεται και ζεσταίνεται

Αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, μεγάλο εύρος αλλαγών στις χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίες και δραματική μείωση της υγρασίας, είναι οι σημαντικότερες αλλαγές στο κλίμα της Αθήνας τα τελευταία 50 χρόνια που εντοπίζει νέα έρευνα του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου.

Οι έρευνες των επιστημόνων του ΕΑΠ αφορούν στις κλιματικές αλλαγές στην Αθήνα από το 1955 ως το 2001 και στις απόψεις των κατοίκων της πρωτεύουσας για την κλιματική αλλαγή.

Η έρευνα για τις κλιματικές αλλαγές στην Αθήνα την περίοδο 1955-2001 αφορά τη συλλογή δεδομένων από τέσσερις μετεωρολογικούς σταθμούς: της Νέας Φιλαδέλφειας, του Πειραιά, της Ελευσίνας και του Τατοΐου. Οι μετεωρολογικοί παράμετροι που αναλύθηκαν ήταν η θερμοκρασία, η σχετική υγρασία και η ένταση του ανέμου.

Όπως προέκυψε, η μέση θερμοκρασία αυξάνεται κυρίως από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, ιδιαίτερα στους αστικούς χώρους. Η άνοδος της θερμοκρασίας αγγίζει τους δυο ακόμη και τρεις βαθμούς Κελσίου. Η αύξηση της θερμοκρασίας παρατηρείται περισσότερο την άνοιξη και το φθινόπωρο. Αντίστοιχα, μειώνονται οι ακραίες χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, ενώ αυξάνονται οι ακραίες υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Υπάρχει, δηλαδή, μια μεταβολή των θερμοκρασιών προς τα πάνω σε όλες τις εποχές.

Η αύξηση της θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια των χρόνων συνδυάζεται με μεταβολή των ακραίων τιμών της. Η τυπική απόκλιση της ετήσιας θερμοκρασίας είναι περίπου 8-10 βαθμοί Κελσίου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στις αστικές περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, τη δεκαετία του ’50, η μέση θερμοκρασία ήταν 16 βαθμοί Κελσίου και οι μεταβολές της στο συν ή μείον έξι. Αντίθετα, σήμερα η μέση θερμοκρασία είναι 19 βαθμοί Κελσίου και οι μεταβολές της στο συν ή μείον εννιά. Φαίνεται δηλαδή ότι αυξάνει το εύρος της αλλαγής της θερμοκρασίας και οδηγούμαστε πιο συχνά σε ακραίες θερμοκρασίες.

Την εκτόξευση του υδραργύρου συνοδεύει και μια σημαντική μείωση των ποσοστών υγρασίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Νέας Φιλαδέλφειας, όπου τη δεκαετία του ’50 η υγρασία ήταν 65%, ενώ στις αρχές του 2000 πέφτει στο 55%.

Οι Αθηναίοι δεν είναι ενήμεροι για θέματα περιβάλλοντος

Την ίδια ώρα που η έντονη αστικοποίηση μεταβάλλει τις κλιματολογικές συνθήκες στην Αθήνα, οι πολίτες εμφανίζονται, σε δεύτερη έρευνα, επίσης του Ανοικτού Πανεπιστημίου, ανεπαρκώς ενημερωμένοι για τις αλλαγές αυτές.

Σε ερώτηση για το πόσο ενημερωμένοι νιώθουν για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το 37,4% δήλωσε αρκετά ενημερωμένο, το 28,1% λίγο ή καθόλου ενημερωμένο και το 34,6% πολύ ή πάρα πολύ ενημερωμένο. Παρόμοια είναι τα ποσοστά και στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής. Το 42,9% θεωρεί ότι είναι αρκετά ενημερωμένο, το 23,2% λίγο ή καθόλου και το 33,9% πολύ ή πάρα πολύ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Αθηναϊκού Πρακτορείου.

Οι ερωτώμενοι χαρακτηρίζουν σε ποσοστό 79,5% ως περισσότερο σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα για την Ελλάδα την ατμοσφαιρική ρύπανση. Ακολουθούν τα στερεά απόβλητα (76,6%), η καταστροφή των οικοσυστημάτων (71,2%), η υποβάθμιση της ποιότητας του νερού (63,2%) και η ανθυγιεινή διατροφή (61%), ενώ η κλιματική αλλαγή και οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες χαρακτηρίστηκαν ως σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα μόλις από το 48,9%.

Παρά το γεγονός ότι οι πολίτες θεωρούν σε ποσοστό 92,3% ότι οι περιβαλλοντικές συνθήκες στην Ελλάδα είναι μέτριες, κακές ή πολύ κακές, ωστόσο η διάθεση για συμμετοχή τους σε ατομικές δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν φαίνεται ιδιαίτερα μεγάλη. Πολύ έως πάρα πολύ μεγάλη διάθεση για συμμετοχή δηλώνει ότι έχει το 37,6% των ερωτώμενων, ενώ το 54,8% δηλώνει ότι συμμετέχει ή θα συμμετέχει λίγο έως αρκετά και το 7,6% απάντησε ότι δεν έχει καθόλου διάθεση για ανάληψη ατομικών δράσεων.

Σχετικά με την ατομική ευθύνη υπογραμμίζουν ότι είναι σημαντική η ανακύκλωση (80,9%), η εξοικονόμηση νερού (82,1%), η χρήση δημόσιων μέσων μεταφοράς ή ποδηλάτων (74,9%) και η εξοικονόμηση ενέργειας (74,2%). Ωστόσο, μεγάλο ποσοστό των ερωτώμενων (67,6%) θεωρεί ότι οι ατομικές δράσεις δεν έχουν αποτέλεσμα εάν δεν ληφθούν μέτρα σε κεντρικό επίπεδο.

Τη μεγαλύτερη διάθεση συμμετοχής έχουν οι ερωτώμενοι ηλικίας 25-39 ετών, ενώ τη μικρότερη οι ηλικιωμένοι. Παρατηρείται, εξάλλου, το φαινόμενο όσο περισσότερο ενημερωμένοι είναι οι πολίτες για τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής, τόσο μεγαλύτερη διάθεση για συμμετοχή σε δράσεις, να έχουν.