Η θέρμανση και οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία μας

Οι επιπτώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αναφορικά με τα μέσα θέρμανσης το χειμώνα, αλλά και τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι πολλές φορές εκτός από εμφανής και ιδιαίτερα επιβαρυντική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκτεταμένη καύση ξύλων σε τζάκια καθ' όλη τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου του 2012 – 2013.

Όπως λέει ο Βαγγέλης Γερασόπουλος, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης του Εθνικού Αστεροσκοπείο Αθηνών, καμία ανθρωπογενής καύση δεν μπορεί να είναι απόλυτα φιλική προς το περιβάλλον.

“Πρέπει όμως να δούμε όλο τον κύκλο ζωής ενός καυσίμου για να εξάγουμε συμπεράσματα. Συγκρίνοντας το φυσικό αέριο με το πετρέλαιο, συμπεραίνουμε ότι η εκπομπή θερμοκηπικών αερίων είναι σχεδόν ισοδύναμη σε επικινδυνότητα. Παρόλ' αυτά, το φυσικό αέριο εκπέμπει κατά 30% λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα σε σχέση με το πετρέλαιο”, διευκρινίζει ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών.

“Στα θερμοκηπικά αέρια θα είχαμε μεγάλο όφελος από την καύσιο βιοκαυσίμων επειδή παράγονται από τα φυτά”.

Το φυσικό αέριο λίγότερο 4 με 5 φορές λιγότερο τοξικό σε σχέση με το πετρέλαιο

Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι βέβαιο, σύμφωνα με τον κύριο Γερασόπουλο, ότι σε επίπεδο τοξικότητας το αέριο πλεονεκτεί. Είναι, όπως λέει, γύρω στις 4 με 5 φορές λιγότερο τοξικό σε σχέση με το πετρέλαιο σε εκπομπές οργανικών ρύπων, βενζολίου ή άλλων αερίων και 10 φορές λιγότερο τοξικό στην εκπομπή μικροσωματιδίων στην ατμόσφαιρα.

“Ως προς τη συμβολή προς τη φωτοχημεία και την όξινη βροχή είναι ισοδύναμα, αλλά έχουν χαμηλές εκπομπές σε σχέση με άλλα καύσιμα. Σε ό, τι αφορά στο φαινόμενο του ευτροφισμού (όταν κάποια αέρια εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα και στη συνέχεια καταλήγουν σε κλειστές θαλάσσιες μάζες, λίμνες, σκιάζοντας την επιφάνεια του υδάτινου όγκου με αποτέλεσμα να πεθαίνει περισσότερη άγλη και πλαγκτον. Το αποτέλεσμα είναι η έλλειψη οξυγόνου και ο θάνατος των ψαριών), το φυσικό αέριο έχει σαφές προβάδισμα και είναι πιο φιλικό”, σημειώνει ο κύριος Γερασόπουλος.

Το φανόμενο της αιθαλομίχλης

Το φαινόμενο της αιθαλομίχλης “προερχόταν αποκλειστικά από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες. Η καύση ξυλείας τα τελευταία δύο με τρία χρόνια, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα. Όχι τόσο όταν καίγονται και παρατηρούμε το φαινόμενο, αλλά και νωρίτερα. Εκτός από την αιθαλομίχλη, εμφανίζεται και αύξηση της υλοτόμησης δασών”, όπως εξηγεί ο διευθυντής Ερευνών του Αστεροσκοπείου.

 

“Η αιθαλομίχλη είναι υπεύθυνη για εκπομπές πολύ μικρών σωματιδίων . Οι συγκεντρώσεις σωματιδίων είναι στο 80% οργανικές ενώσεις, οι οποίες ευθύνονται για αρκετά προβλήματα υγείας στον ανθρώπινο οργανισμό. Αν απαντήσουμε στο τι μπορεί να προκαλέσει η αιθαλομίχλη, οι συχνότερες επιπτώσεις είναι άσθμα, βροχίτιδα, πνευμονία, αύξηση της θνησιμότητας, καρδιαγγειακά νοσήματα κυρίως σε ευπαθείς ομάδες”.

Αν προσπαθούσε κανείς να ανακαλύψει ποια καύσιμη ύλη είναι η λιγότερο επιβλαβής, η απάντηση προέρχεται από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. “Το πιο επιβλαβές θερμαντικό σώμα είναι το τζάκι και το καλύτερο το φυσικό αέριο σε ό, τι αφορά στην εκπομπή σωματιδίων. Σε τέσσερις ώρες καύσης το φυσικό αέριο εκπέμπεει 0,2 γραμμάρια μικροσωματιδίων, το πετρέλαιο 2 γραμμάρια, το πέλλετ καίει από 5 έως 20 γραμμάρια και το τζάκι 150 γραμμάρια μικροσωματιδίων”, αναλύει ο κύριος Γερασόπουλος.

Πώς αποφεύγουμε την αύξηση εκπομπής βλαβερών ρύπων

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουμε σωστά ρυθμισμένους καυστήρες, οι οποίοι χρειάζονταιέλεγχο και συντήρηση κάθε χρόνο πριν τη χρήση. Στα τζάκια πρέπει να προσέχουμε την ποιότητα του ξύλου, ώστε να μην έχει υγρασία.

“Η καύση επεξεργασμένου ξύλου είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για το περιβάλλον, ενώ εκπέμπονται πολύ μεγαλύτερες τοξικές ενώσεις. Ένας κακοσυντηρημένος καυστήρας επηρεάζει τόσο στο επίπεδο κατανάλωσης, αλλά και εκπομπών ρύπων. Στη Γερμανία υπάρχουν ειδικές επιτροπές που ελέγχουν τα τζάκια και αναλαμβάνουν την έκδοση πιστοποιητικών για οικιακή χρήση”, λέει ο κύριος Γερασόπουλος.

Η λύση στην αιολική και ηλιακή ενέργεια

Συμπληρώνει μάλιστα ότι με βάση την υποχρέωση που έχουμε αναλάβει απέναντι σε διεθνείς συνθήκες, μέχρι το 2020 πρέπει να έχουμε μειώσει κατά 20% τις εκπομπές. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από αυτό παρά το γεγονός ότι ευνοούμαστε και στα δύο λόγω του κλίματος στην Ελλάδα. “Στήνοντας τον μηχανισμό παραγωγής αιολικής και ηλιακής ενέργειας, μειώνουμε κατά πολύ την παρέμβαση μας στη φύση, αντί της εξαγωγής λιγνήτη κλπ.”, σημειώνει.

Η χρήση βιοκαυσίμων

“Συζητούμε κυρίως τα βιοκαύσιμα”, λέει ο ερευνητής του Αστεροσκοπείου. “Παρόλ' αυτά δεν έχουν μεγάλη διεισδιτηκότητα”, συνεχίζει. “Ωστόσο υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σε σχέση με τη συνολική ισορροπία των επιδράσεων. Ναι μεν πρόκειται για φυτά με μικρές εκπομπές και θερμοκηπικά αέρια. Όμως για να τα καλλιεργήσει κανείς χρειάζονται αρκετά λιπάσματα και κατ' επέκταση έχουμε την εκπομπή θερμοκηπικών αερίων”.

Αύξηση στα επεισόδια εκπομπής βλαβερών ρύπων τα τελευταία χρόνια

Σύμφωνα με τις έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, από το 2008 και μετά παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των ρύπων, η οποία παρατηρήθηκε και τα προγηούμενα χρόνια με τη χρήση καταλύτη στα αυτοκίνητα. Το γεγονός έχει να κάνει με την καταστολή κάποιων δραστηριοτήτων, όπως μικρότερη χρήση οχημάτων, αλλά και μικρότερος κύκλος εργασιών από βιομηχανικές μονάδες.

Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει ο κύριος Γερασόπουλος, υπήρξε αλλαγή συνηθειών στην καύση υλικών. “Χρησιμοποιήσαμε ξύλα και είδαμε σημαντικά επεισόδια εκπομπής ρύπων. Χαρακτηριστικό φαινόμενο η αιθαλομίχλη. Ανάλογα φαινόμενα επεισοδίων μπορεί να έχουν σοβαρότερες επιπτώσεις γιατί σημειώνονται πολύ μεγάλες συγκεντρώσεις ρύπων και οι συνέπειες είναι οξύτατες και πιο άμεσες”. Φέρνει ως παράδειγμα έναν εργαζόμενο σε πυρηνικό αντιδραστήρα, ο οποίος λαμβάνει μικροποσότητες ραδιενέργειας σε διάστημα 15ετίας, χωρίς άμεσες επιπτώσεις στον οργανισμό. Αντιθέτως, όπως λέει “αν υπάρξει διαρροή σε τρεις ώρες έχουμε τελειώσει”.

Τονίζει πάντως, ότι μελλοντικά θα αναγκαστούμε να εντάξουμε τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας στη ζωή μας, με δεδομένη την έλλειψη αποθεμάτων, στους παραδοσιακούς ενεργειακούς πόρους. Με την προϋπόθεση πάντα, ότι θα φροντίσουμε ή θα αναγκαστούμε να δημιουργήσουμε και τις ανάλογες υποδομές.