Στο στόχαστρο της Κομισιόν το μαύρο πολιτικό χρήμα

Αυστηρότερους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες υιοθέτησε η Κομισιόν και μάλιστα στις νέες οδηγίες περιλαμβάνει και τα πολιτικά πρόσωπα. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει οι διατάξεις επεκτείνονται σε "πρόσωπα τα οποία μπορούν να αντιπροσωπεύουν υψηλότερο κίνδυνο διαφθοράς λόγω των πολιτικών θέσεων που κατέχουν".

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέσπισε  δύο προτάσεις για να ενισχύσει τους υφιστάμενους κανόνες της ΕΕ για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τη μεταφορά κεφαλαίων.

Ο Michel Barnier, Επίτροπος αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά και τις Υπηρεσίες, δήλωσε τα εξής: «Η Ένωση βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των διεθνών προσπαθειών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης των προϊόντων εγκλήματος. Η ροή χρημάτων που προέρχεται από παράνομες δραστηριότητες μπορεί να καταστρέψει τη σταθερότητα και τη φήμη του χρηματοπιστωτικού τομέα, ενώ η τρομοκρατία συγκλονίζει αυτά καθαυτά τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Εκτός από την προσέγγιση του ποινικού δικαίου, μια προληπτική προσπάθεια μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να βοηθήσει να σταματήσει η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Σκοπός μας είναι να προτείνουμε σαφείς κανόνες που αποσκοπούν στην αποφυγή της υπέρμετρης επιβάρυνσης των εταιριών».

Το πακέτο προτάσεων περιλαμβάνει:

-Μια οδηγία για την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τον σκοπό της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

-Ένα κανονισμό για πληροφορίες που συνοδεύουν τις μεταφορές κεφαλαίων ώστε να εξασφαλίζεται η «δέουσα ιχνηλασιμότητα» αυτών των μεταφορών.

Πιο συγκεκριμένα, και οι δύο προτάσεις προβλέπουν μια πιο στοχοθετημένη και εστιασμένη προσέγγιση βάσει κινδύνων.

Ειδικότερα, η νέα οδηγία:

-βελτιώνει τη σαφήνεια και τη συνεκτικότητα των κανόνων στα κράτη μέλη προβλέποντας ένα σαφή μηχανισμό για την ταυτοποίηση των πραγματικών δικαιούχων. Επιπλέον, θα απαιτείται από τα νομικά πρόσωπα να τηρούν αρχεία σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων που βρίσκονται στην πραγματικότητα πίσω από την εταιρία, καθιστώντας τις υποχρεώσεις της δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη πιο σαφείς και διαφανείς, ώστε να διενεργούν τους κατάλληλους ελέγχους και να διαθέτουν τις κατάλληλες διαδικασίες, προκειμένου να γνωρίζουν τον πελάτη με τον οποίον έχουν δοσοληψίες και να κατανοούν τη φύση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων. Ειδικότερα, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι απλουστευμένες διαδικασίες δεν θα εκλαμβάνονται, εσφαλμένως, ως πλήρη απαλλαγή από την δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη.

Μάλιστα επεκτείνοντας τις διατάξεις που αφορούν τα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα, (π.χ. πρόσωπα τα οποία μπορούν να αντιπροσωπεύουν υψηλότερο κίνδυνο διαφθοράς λόγω των πολιτικών θέσεων που κατέχουν) ώστε να συμπεριληφθούν σε αυτές και τα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα που διαμένουν σε κράτη μέλη της ΕΕ (εκτός από τους «ξένους»), καθώς και τα πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα που εργάζονται σε διεθνείς οργανώσεις. Σε αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, αρχηγοί κρατών, μέλη της κυβέρνησης, μέλη των κοινοβουλίων, δικαστές ανωτάτων δικαστηρίων.

Επίσης προωθεί υψηλά πρότυπα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες προχωρώντας πέρα από τις απαιτήσεις της ειδικής ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης (FATF), εντάσσοντας στο πεδίο εφαρμογής της όλα τα πρόσωπα που ασκούν συναλλαγές σε αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο πληρωμής σε μετρητά ποσού ίσου ή μεγαλύτερο των 7.500 ευρώ, δεδομένου ότι υπήρξαν ενδείξεις από ορισμένους ενδιαφερομένους ότι το ισχύον όριο των 15.000 ευρώ δεν ήταν επαρκές. Τα πρόσωπα αυτά θα καλύπτονται τώρα από τις διατάξεις της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να προβαίνουν στη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη, να διατηρούν τα έγγραφα, να διενεργούν εσωτερικούς ελέγχους και να αρχειοθετούν τις εκθέσεις για ύποπτες συναλλαγές. Η οδηγία ωστόσο προβλέπει την ελάχιστη εναρμόνιση και τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να χαμηλώσουν αυτό το όριο.