Washington Post: Είναι τρελός ο λόγος που διαφωνεί η Ελλάδα με το ΔΝΤ

Η Αθήνα και το Ταμείο θα έπρεπε να είναι σύμμαχοι στις διαπραγματεύσεις, όμως η κυβέρνηση επιλέγει να συμμαχήσει με αυτούς που δε θέλουν να μειώσουν το χρέος της, σχολιάζει αρθρογράφος της εφημερίδας

Στον “τρελό” λόγο εξαιτίας του οποίου είναι ορατός ο κίνδυνος μίας νέας κρίσης στην Ελλάδα αναφέρεται με δημοσίευμά της η αμερικανική εφημερίδα Washington Post, σχολιάζοντας αρνητικά τη στάση της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.

“Η Ελλάδα, στην πραγματικότητα, τσακώνεται με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το πρόγραμμα που οι δυο τους μαζί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησαν πέρυσι. Αλλά -εδώ είναι που δυσκολεύεται κανείς να διαχωρίσει την τραγωδία από τη φάρσα- δεν είναι για το λόγο που μπορεί να νομίζετε”, σχολιάζει στο άρθρο του ο Ματ Ο' Μπράιεν, και εξηγεί: “Είναι το ΔΝΤ που θέλει η Ελλάδα να εφαρμόσει λιγότερη λιτότητα, και η Ελλάδα που θέλει να εφαρμόσει περισσότερη, αρκεί αυτές οι περικοπές να μην πλήττουν τους φτωχούς”.

“Με άλλα λόγια, το πάνω είναι κάτω, το μαύρο είναι άσπρο, και οι σκύλοι με τις γάτες πραγματικά ζουν μαζί”, σχολιάζει σαρκαστικά ο αρθρογράφος.

Πώς έφτασε όμως η Ελλάδα ως εδώ; “Εύκολο”, λέει ο Ο' Μπράιεν: “η κυβέρνησή της ξόδεψε υπερβολικά πολλά στις καλές εποχές, αλλά οι δανειστές της την ανάγκασαν να περικόψει υπερβολικά πολλά στις κακές εποχές χωρίς να της δώσουν κάποιο περιθώριο να αναπτυχθεί. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο έχει ένα μεγάλο σωρό χρέους να αποπληρώσει, αλλά επίσης και ότι είναι λιγότερο ικανή να το κάνει, αφού η οικονομία της είναι τόσο πολύ μικρότερη -περίπου 25% συνολικά- απ' όσο ήταν. Έτσι φτάνεις με χρέος 179% του ΑΕΠ σου”.

Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, το ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρώσει ολόκληρο το χρέος της είναι το “βρώμικο μικρό όχι-και-τόσο-μυστικό της Ευρώπης”, όμως αντί οι Ευρωπαίοι πολιτικοί να το παραδεχθούν, απλά λένε ψέματα, ότι η Ελλάδα μπορεί και θα αποπληρώσει το χρέος της.

Όπως αναφέρεται στο άρθρο: “Σκεφτείτε αυτό: Η Ελλάδα υποτίθεται ότι θα εφαρμόσει μεγάλες φορολογικές αυξήσεις και περικοπές δαπανών που, εξαιρώντας τις πληρωμές τόκων, θα φέρουν πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018 – και μετά θα παραμείνει εκεί για δεκαετίες. Αλλά το πρόβλημα με αυτό, όπως παρατηρούν οι οικονομολόγοι Barry Eichengreen και Ugo Pianizza, είναι ότι σχεδόν καμία χώρα δεν έχει καταφέρει να κάνει κάτι τέτοιο για δέκα χρόνια, πόσω μάλλον για είκοσι ή τριάντα. Θα χρειαζόταν, όπως το θέτει η διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, μία 'ηρωική' προσπάθεια απλά για να πετύχει τον στόχο για τα επόμενα χρόνια, αλλά είναι 'σε μεγάλο βαθμό μη ρεαλιστικό' να νομίζουμε ότι μπορεί 'να διατηρηθεί για δεκαετίες'”.

Προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τις ισορροπίες των διαπραγματεύσεων, ο Ο' Μπράιεν σημειώνει:

- Η Ελλάδα νοιάζεται κατά σειρά για: 1. τη διαγραφή του χρέους, 2. την αποτροπή περικοπών που πλήττουν τους φτωχότερους και 3. τη διατήρηση του πλεονάσματος που πρέπει να πετύχει στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Η κυνική -ή είναι λογική;- ιδέα είναι ότι αφού οι δανειστές της ποτέ δεν θα της χαρίσουν κανένα χρέος, είναι καλύτερο να εστιάσει στην ελαχιστοποίηση των περικοπών συντάξεων που πάντα θα πονούν, παρά στους στόχους του προϋπολογισμού που μπορούν πάντα να αστοχήσουν.

- Το ΔΝΤ, εν τω μεταξύ, εστιάζει: 1. στη διατήρηση του πλεονάσματος που καλείται να πετύχει η Ελλάδα σε όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά επίπεδα, 2. στην εξασφάλιση κάποιας διαγραφής χρέους και 3. εφόσον δεν προσκρούει στον πρώτο του στόχο, στη διασφάλιση ότι οι όποιες περικοπές δεν θα είναι αχρείαστα υφεσιακές.

- Η Κομισιόν, που βασικά είναι η Γερμανία, έχει τους εξής στόχους: 1. να ΜΗΝ διαγραφεί ελληνικό χρέος, 2. να διατηρηθεί το πλεόνασμα που πρέπει να πετύχει η Ελλάδα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο και 3. να μην υπάρξουν περικοπές που θα πλήξουν τους πιο αδύναμους. Κατά την άποψή τους, έχουν ήδη κάνει αρκετά για να μειώσουν το βάρος του ελληνικού χρέους – η μείωση της ονομαστικής του αξίας, λένε, θα ήταν υπερβολική και οι ψηφοφόροι τους θα εξεγείρονταν.

Θα έλεγε κανείς ότι εδώ η Ελλάδα και το ΔΝΤ θα έπρεπε να είναι σύμμαχοι, σημειώνει ο Ο' Μπράιεν. Εξάλλου, και οι δύο θέλουν περισσότερη ελάφρυνση χρέους και λιγότερη λιτότητα. Όμως, δεν έχει συμβεί αυτό: “Είτε το πιστεύετε είτε όχι, η Ελλάδα στην πραγματικότητα αποκηρύσσει το ΔΝΤ επειδή λέει ότι θα έπρεπε να στοχεύει σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% αντί για 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Γιατί αυτό; Λοιπόν, η διαφωνία έχει να κάνει με αυτό: το ΔΝΤ πιστεύει ότι οι προτεινόμενες από την Ελλάδα αυξήσεις στη φορολογία είναι υπερβολικές, και ότι οι περικοπές συντάξεων δεν είναι αρκετές. Οπότε, αν και θέλει η Ελλάδα να εφαρμόσει γενικά λιγότερη λιτότητα, θέλει η Ελλάδα να εφαρμόσει περισσότερο από το είδος λιτότητας που δεν θέλει να εφαρμόσει. Και η Αθήνα, από την πλευρά της, θα προτιμούσε να κρατήσει αυτό που θεωρεί πλήγμα για την κοινωνία στο μίνιμουμ, παρά το πλήγμα για την οικονομία. Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα συστρατεύεται με τους ανθρώπους που θέλουν να κάνει περισσότερες περικοπές, αλλά δε θέλουν ποτέ να μειώσουν το χρέος της. Τουλάχιστον θα αφήσουν την Ελλάδα να μειώσει το έλλειμμα όπως θέλει”.

Στο δεύτερο χειρότερο σενάριο, προσθέτει, “αυτό θα ανάγκαζε το ΔΝΤ να αποχωρήσει από τη συμφωνία, και αυτή θα κατέρρεε. Αλλά ακόμα χειρότερο από αυτό είναι εκείνο που πραγματικά θα συμβεί. Θα συμφωνήσουν σε κάποιου είδους ασάφεια και μετά, όταν αυτή δε θα λειτουργήσει, θα διαπραγματευτούν μία καινούργια σε λίγα χρόνια. Με αυτόν τον ρυθμό, ωστόσο, μπορεί να χρειαστούν ακόμα οκτώ με δέκα χρόνια προτού η ελληνική οικονομία επιστρέψει στα μεγέθη που είχε το 2008”.

“Είναι αρκετά για να σε κάνουν να κλάψεις μέχρι να γελάσεις, ή να γελάσεις μέχρι δακρύων”, καταλήγει το άρθρο.