«Πιθανό ατύχημα εξαιτίας έλλειψης έγκαιρης συμφωνίας»

Τον κίνδυνο να επιστρέψει η οικονομία σε ύφεση και να οδηγηθεί η χώρα σε οριστική ρήξη με την Ευρωζώνη, όσο καθυστερεί η συμφωνία με τους δανειστές επισημαίνει ο υπουργός Οικονομικών, Γκίκας Χαρδούβελης σε συνέντευξή του στην Καθημερινή.

Ο υπουργός προειδοποιεί ότι χωρίς παράταση του προγράμματος ή συμφωνία με την τρόικα έως το τέλος Φεβρουαρίου, η χώρα θα μείνει χωρίς τη χρηματοδοτική στήριξη της Ευρωζώνης.

«Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι όσο το ταχύτερο αρθεί η σημερινή αβεβαιότητα, τόσο το καλύτερο για την οικονομία. Η πιθανότητα ατυχήματος γεννιέται από την έλλειψη έγκαιρης συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές μας και μια παρατεταμένη πολιτική σύγκρουσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές, πιθανόν σε νέα ύφεση της οικονομίας και στην τελική ρήξη. Αυτό το περιβάλλον πρέπει να αποφευχθεί, υπογραμμίζει ο υπουργός.

Σε ερώτηση αν μπορεί να δοθεί παράταση στο πρόγραμμα, σημειώνει ότι "η παράταση δεν δίδεται αυτόματα, απαιτείται αίτηση της ελληνικής κυβέρνησης και για να δοθεί απαιτείται ομοφωνία από τους εταίρους. Αρκεί μία χώρα της Ευρωζώνης να διαφωνήσει και τα προβλήματά μας πολλαπλασιάζονται. Επίσης, οι κανονισμοί δεν επιτρέπουν «σιωπηρή» παράταση, ιδιαίτερα στη δική μας περίπτωση που έχουμε λαμβάνειν χρήματα".

Όπως αναφέρει, χωρίς παράταση και χωρίς να κλείσει η συμφωνία έως τις 28/2, η Ελλάδα θα παραμείνει εκτός χρηματοοικονομικής στήριξης της Ευρωζώνης, γεγονός που συνεπάγεται:

Πρώτον, θα υπάρξει απώλεια πόρων της τάξης των 7,2 δισ. ευρώ, τα μισά από δάνεια του ΔΝΤ και τα υπόλοιπα μισά από την Ευρωζώνη. Σημειώνω, μάλιστα, ότι τα 1,9 δισ. ευρώ από τα χρήματα της Ευρωζώνης είναι καθαρή δωρεά, δεν αποτελούν δάνειο. Είναι η επιστροφή στην Ελλάδα του κεφαλαιακού κέρδους και των τόκων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την αγορά των ελληνικών ομολόγων σε πολύ χαμηλή τιμή. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να τα αρνούμαστε, αφού το μέγεθός τους πλησιάζει το κόστος της ετήσιας κρατικής φαρμακευτικής δαπάνης ή τα 3/4 των εσόδων του ΕΝΦΙΑ.

Δεύτερον, η Ελλάδα θα βρεθεί μόνη της να αντιμετωπίσει τις αγορές, όποτε τις χρειαστεί. Δεν θα υπάρχει προληπτικός μηχανισμός στήριξης. Συγχρόνως, η αξιοπιστία μας θα πάσχει, οι πόροι των 7,2 δισ. θα έχουν απολεσθεί, και οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου θα είναι μεγάλες, Μεγάλη ευελιξία στη χρηματοδότηση δεν θα υπάρχει, ιδιαίτερα επειδή έχουμε πιάσει το όριο των 15 δισ. έκδοσης εντόκων γραμματίων.

Τρίτον, χωρίς την ολοκλήρωση του προγράμματος η Ελλάδα θα αναγκαστεί να επιστρέψει το ποσό των 11,4 δισ. ευρώ που έχει σήμερα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Αυτά είναι χρήματα που δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν έως σήμερα για την προστασία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και η επιστροφή τους, μπορεί μεν να μειώσει το ελληνικό χρέος, αλλά θα ακυρώσει ένα ποσό ευρωπαϊκών χρημάτων που υπήρχε και υπάρχει ως «μαξιλάρι».

Τέταρτον, η ΕΚΤ δεν θα παρέχει τη συνήθη ρευστότητα που παρέχει στις ελληνικές τράπεζες. Μετά την κρίση του 2012 και την ομαλοποίηση των συνθηκών στην ελληνική χρηματοοικονομική αγορά, η παλαιά τεράστια εξάρτηση από την ΕΚΤ μειώνονταν με σταθερούς ρυθμούς, αλλά αυτό σταμάτησε και αντιστράφηκε από τον Νοέμβριο. Οι τράπεζες έχουν ανάγκη την ΕΚΤ, αλλά λόγω έλλειψης ενεχύρου καλής ποιότητας, θα στραφούν προς τον μηχανισμό του Emergency Liquidity Assistance από την Τράπεζα της Ελλάδας, ο οποίος δεν απαιτεί ενέχυρο υψηλής ποιότητας, αλλά λειτουργεί με αποκλειστικό εγγυητή το ελληνικό Δημόσιο και κοστίζει περισσότερο. Ηδη η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ζητήσει να ενημερωθεί για τις ανάγκες τους σε χρηματοδότηση από τον ELA. Αποτέλεσμα θα είναι το επιπλέον κόστος να πιέσει τα επιτόκια δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ακόμα πιο ψηλά. Να σημειώσω εδώ ότι ακόμα και η οροφή του ELA τελεί υπό την έγκριση της ΕΚΤ.

Πέμπτον, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη η υπαγωγή των ελληνικών τραπεζών στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης. Δηλαδή η Ελλάδα πιθανόν να χάσει το τρένο της εύκολης χρηματοδότησης, το οποίο όμως θα χρησιμοποιούν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.