6.300.000 Έλληνες βρίσκονται στα δίχτυα της φτώχειας

Περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες κινδυνεύουν βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας ή ζουν ήδη κάτω από το όριο της φτώχειας, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει σε ανάλυσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Στην έκθεσή του για το ελάχιστον εγγυημένο εισόδημα, όπου γίνεται σύγκριση με όσα ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Γραφείο Προϋπολογισμού αναφέρεται στην περίπτωση της Ελλάδας, τονίζοντας ότι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, 2,5 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας, με βάση το εισόδημα του μεσαίου νοικοκυριού (το 60%), ενώ επιπλέον 3,8 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας – συνολικά, δηλαδή, 6,3 εκατομμύρια Έλληνες απειλούνται από τη φτώχεια ή ζουν ήδη κάτω από το όριο της φτώχειας.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τονίζει, εξάλλου, ότι η Ελλάδα, σύμφωνα με την Eurostat, βρίσκεται στην χειρότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά στον κίνδυνο φτώχειας. Ενώ σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ 35 χωρών με βάση τους δείκτες ευημερίας και ποιότητας ζωής, χειρότερα ακόμα και από την Τουρκία. Μια άλλη σημαντική διάσταση της φτώχειας αφορά στην παιδική
φτώχεια (26,5% το 2012), τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, τα πολυμελή νοικοκυριά, τους μη οικονομικά ενεργούς και τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.

Η μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού συμπεραίνει ότι “σε γενικές γραμμές, το κοινωνικό σύστημα ιστορικά έχει αποτύχει να εκπληρώσει τους στόχους του, ενώ όπου έγινε προσπάθεια βελτίωσης μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων απέτυχε ακόμα περισσότερο”, και κατόπιν κάνει αναφορά σε βασικά ζητήματα που ενδέχεται να ανακύψουν κατά την υλοποίηση του προγράμματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, τονίζοντας πως  είναι απαραίτητος ο σωστός σχεδιασμός του μέτρου. Ειδικότερα:

  •  Εξασφάλιση πόρων από κοινοτικά προγράμματα
  •  Αναδιάταξη των κοινωνικών δαπανών
  •  Προσδιορισμός των πραγματικών εισοδημάτων έτσι ώστε να μην αποκλείονται οι πραγματικοί δικαιούχοι
  •  Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων φορέων υλοποίησης του μέτρου (κοινωνική υπηρεσία δήμων, ΟΑΕΔ, ΟΓΑ, ΔΟΥ, ΚΕΠ)
  •  Συνεργασία μεταξύ των κομμάτων και της εκάστοτε κυβέρνησης για την προώθηση του μέτρου
  •  Κατάρτιση των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης
  •  Περιορισμό της γραφειοκρατικής διαδικασίας
  •  Σωστή και πλήρης ενημέρωση για το μέτρο, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να υποβάλλουν αιτήσεις
  •  Κατά την επιλογή των Δήμων είναι σημαντικό να ελεγχθεί εάν αυτοί οι Δήμοι χαρακτηρίζονται από υψηλούς δείκτες φτώχειας και από συγκέντρωση ευπαθών ηλικιακών ομάδων. Παράλληλα θα πρέπει να ελεγχθεί εάν οι Δήμοι αυτοί διαθέτουν οργανωμένες δομές για τη υλοποίηση του μέτρου.

Όπως επισημαίνεται εξάλλου, το ύψος του επιδόματος θα πρέπει να είναι τέτοιο που να μην αποτελεί αντικίνητρο για εργασία και παράλληλα να συνδέεται με την υποχρέωση του ωφελούμενου να είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή για εργασία.

Η παροχή βοήθειας, σύμφωνα με την έκθεση, εκτός από την εισοδηματική στήριξη μπορεί να περιλαμβάνει:

  •  Την παροχή στέγης σε αστέγους
  •  Τη δημιουργία κοινωνικών ιατρείων για την περίθαλψη των ανασφάλιστων
  •  Την παροχή κουπονιών για αγορές αγαθών και υπηρεσιών που καλύπτουν βασικές ανάγκες των νοικοκυριών και των ατόμων (και πάλι εδώ τίθεται το θέμα του κοινωνικού στιγματισμού)
  •  Τη σύνδεση της εισοδηματικής στήριξης με εθελοντική κοινωνική εργασία ή προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης. Η επανένταξη των δικαιούχων στην απασχόληση σημαίνει τη μείωση του δημοσιονομικού κόστους του προγράμματος.