Με καλυμμένα ομόλογα κάνει φθηνότερο το χρήμα για τους «μικρούς» η ΕΕ

Με καλυμμένα ομόλογα κάνει φθηνότερο το χρήμα για τους «μικρούς» η ΕΕ

Στόχος και να μην υπάρχουν εμπόδια για τις διασυνοριακές επενδύσεις

Φθηνότερο χρήμα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αλλά και εξάλειψη των εμποδίων στις διασυνοριακές επενδύσεις σχεδιάζει – επί χάρτου για την ώρα- η ΕΕ. Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της ΕΕ, επόμενο βήμα είναι η Ένωση των Κεφαλαιαγορών και μάλιστα με πολύ κοντινό ορίζοντα, δηλαδή το επόμενο έτος, το 2019.

Πρώτο μέτρο που καταρτίζει η Κομισιόν, σύμφωνα με τα μέτρα που παρουσίασε σήμερα δέσμη προτάσεων για τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης στην ΕΕ και για την εξάλειψη των εμποδίων στις διασυνοριακές επενδύσεις, είναι η δημιουργία καλυμμένων ευρωπαϊκών ομολόγων.

Πώς εξασφαλίζουν τις επιχειρήσεις τα καλυμμένα ευρω-ομόλογα

Η Επιτροπή προτείνει κοινούς κανόνες - μια οδηγία και έναν κανονισμό - για τα καλυμμένα ομόλογα. Με ανεξόφλητο υπόλοιπο που ανέρχεται συνολικά σε 2,1 τρισ. ευρώ, «τα καλυμμένα ομόλογα αποτελούν επί του παρόντος μια από τις μεγαλύτερες αγορές τίτλων χρέους στην ΕΕ», επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η Επιτροπή τονίζοντας ότι «οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται στην παγκόσμια πρωτοπορία σε αυτή την αγορά, που αποτελεί σημαντική πηγή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ».

Όπως σημειώνεται από την Επιτροπή, τα καλυμμένα ομόλογα είναι χρηματοδοτικά μέσα που εξασφαλίζονται από διακριτή ομάδα δανείων. Θεωρείται ότι είναι επωφελή όχι μόνο διότι παρέχουν χρηματοδοτικούς πόρους στα πιστωτικά ιδρύματα για τη χορήγηση δανείων με ικανοποιητική σχέση κόστους-απόδοσης, αλλά και διότι είναι ιδιαίτερα ασφαλή. Ωστόσο, η αγορά της ΕΕ είναι επί του παρόντος κατακερματισμένη με βάση τα εθνικά σύνορα και υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, αναφέρει η Επιτροπή, τονίζοντας ότι οι προτεινόμενοι κανόνες βασίζονται σε υψηλής ποιότητας πρότυπα και βέλτιστες πρακτικές και ότι στόχος τους είναι να αυξήσουν τη χρήση καλυμμένων ομολόγων ως σταθερής και φθηνής πηγής χρηματοδότησης για τα πιστωτικά ιδρύματα, ιδίως όταν οι αγορές είναι λιγότερο ανεπτυγμένες.

Επιπλέον, με στόχο να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη βεβαιότητα για τους επενδυτές κατά τις διασυνοριακές συναλλαγές τίτλων και απαιτήσεων:

Τα επενδυτικά κεφάλαια αποτελούν σημαντικό εργαλείο για τη διοχέτευση των ιδιωτικών αποταμιεύσεων στην οικονομία και την αύξηση των δυνατοτήτων χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, σημειώνει η Επιτροπή, τονίζοντας ότι η αγορά επενδυτικών κεφαλαίων της ΕΕ ανέρχεται συνολικά σε 14,3 τρισ. ευρώ. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αγορά δεν έχει ακόμη αναπτύξει πλήρως το δυναμικό της, υπογραμμίζει η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι η κατάσταση αυτή οφείλεται εσε ρυθμιστικά εμπόδια που δυσχεραίνουν σήμερα τη διασυνοριακή διανομή επενδυτικών κεφαλαίων.

Η σημερινή πρόταση αποσκοπεί στην άρση των εμποδίων αυτών για όλα τα είδη των επενδυτικών κεφαλαίων,διασφαλίζοντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών τονίζει η Επιτροπή.

Εφαρμοστέο δίκαιο στις διασυνοριακές συναλλαγές στον τομέα των τίτλων και απαιτήσεων

Η εκχώρηση μιας απαίτησης αναφέρεται σε μια κατάσταση κατά την οποία ο πιστωτής μεταβιβάζει το δικαίωμα διεκδίκησης χρέους σε άλλο πρόσωπο έναντι πληρωμής, αναφέρει η Επιτροπή σημειώνοντας πως επί του παρόντος, δεν υπάρχει νομική βεβαιότητα ως προς το ποια εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό του κατόχου της απαίτησης μετά την εκχώρησή της στο πλαίσιο διασυνοριακής υπόθεσης. Η νέοι κανόνες που προτάθηκαν σήμερα διευκρινίζουν ποια νομοθεσία ισχύει για την επίλυση τέτοιων διαφορών, τονίζει η Επιτροπή σημειώνοντας πως κατά γενικό κανόνα ισχύει η νομοθεσία της χώρας στην οποία οι πιστωτές έχουν τη συνήθη κατοικία τους - ανεξάρτητα από το ποιου κράτους μέλους τα δικαστήρια ή οι αρχές εξετάζουν την υπόθεση.

Τέλος, η Επιτροπή εξέδωσε επίσης ανακοίνωση για να διευκρινιστεί ποιας χώρας η νομοθεσία ισχύει για τον προσδιορισμό της κυριότητας κινητών αξιών στο πλαίσιο μιας διασυνοριακής συναλλαγής. «Η μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου θα προωθήσει τις διασυνοριακές επενδύσεις, την πρόσβαση σε φθηνότερη πίστωση και την ολοκλήρωση της αγοράς» αναφέρει η Επιτροπή.