Οι τέσσερις “πληγές” της Κύπρου που ευνοούν το ξέπλυμα χρήματος

Τέσσερα “κενά” εντοπίζει στο κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα η τρόικα των δανειστών της χώρας, τα οποία δημιουργούν συστημικά προβλήματα στην εφαρμογή επαρκών μέτρων καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος.

Σύμφωνα με το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων και την ιστοσελίδα StockWatch, που δημοσιεύει στα αγγλικά το πλήρες κείμενο της εμπιστευτικής έκθεσης της τρόικας, σε αυτήν συνοψίζονται τα ευρήματα των ανεξάρτητων ελέγχων που έκαναν οι Moneyval και Deloitte.

Με βάση τα ευρήματα, η Moneyval “αναθεωρεί σημαντικά την προηγούμενη, πιο θετική αξιολόγηση του συστήματος της Κύπρου”. Η Deloitte στηρίζει τις δικές της, πιο αυστηρές επισημάνσεις, στη δειγματοληπτική εξέταση 390 πελατών σε έξι χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που έχουν το 15% των δανείων και το 10% των καταθέσεων στους εν λόγω οργανισμούς.

Το πρώτο κενό που εντοπίζουν οι Moneyval και Deloitte σχετίζεται με το γεγονός ότι οι τράπεζες δε γνωρίζουν καλά τους πελάτες τους. Στο 70% των πιο περίπλοκων περιπτώσεων που εξετάστηκαν υπάρχουν nominees (αντιπρόσωποι) μέτοχοι και κατά μέσον όρο, τρία επίπεδα μεταξύ του πελάτη και του τελικού δικαιούχου ενός λογαριασμού. Η ταυτότητα του τελικού δικαιούχου εντοπίζεται με ανεξάρτητη πηγή μόνο σε 9% αυτών των περιπτώσεων. Σημειώνεται επίσης ότι οι τράπεζες δεν ανανεώνουν τακτικά τις πληροφορίες που έχουν για το προφίλ κινδύνου του πελάτη, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να γίνουν έρευνες για πιθανό "ξέπλυμα" χρήματος.

Δεύτερον, η τρόικα σημειώνει τη μεγάλη εξάρτηση των τραπεζών από τους introducers (διαμεσολαβητές) για το due diligence (αποτελεσματικά μέτρα ελέγχου πελατών), που περιορίζει τη συλλογή επαρκών στοιχείων για τους πελάτες. Αυτό γίνεται ακόμα και στις περιπτώσεις πολύπλοκων και όχι τόσο διαφανών εταιρικών δομών.

Τρίτον, η τρόικα συνοψίζει στην έκθεσή της τα προβλήματα που υπάρχουν στον έφορο εταιρειών, όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός αλλαγών στις εταιρικές δομές που εκκρεμούν, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η διερεύνηση υποθέσεων.

Τέταρτον, σημειώνεται ότι οι τράπεζες “δεν κατήγγειλαν σημαντικό αριθμό ύποπτων συναλλαγών στις αρχές, περιλαμβανομένων και πολύ ξεκάθαρων περιπτώσεων”. Για τους πελάτες που περιλαμβάνονται στο δείγμα δεν έγινε καμία καταγγελία στην αρμόδια αρχή μεταξύ 2008 και 2010, ενώ έγινε μία καταγγελία το 2011 και κάποιες το 2012.

Η έκθεση καταλήγει ότι “εντοπίζονται ουσιαστικά κενά στην εφαρμογή του πλαισίου για καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος από τις τράπεζες”.