Πώς οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι… έσωσαν τη Γερμανία !

Μήπως το κυρίαρχο στερεότυπο που θέλει τη Γερμανία να παρουσιάζεται ως “υπεύθυνος ενήλικας” και την Ελλάδα σαν “άτακτο παιδί” δεν ισχύει; Μήπως τελικά οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι έχουν πληρώσει περισσότερα χρήματα για να “σώσουν” τη Γερμανία, παρά για την Ελλάδα; Αυτό υποστηρίζει σε ένα αποκαλυπτικό άρθρο του το πρακτορείο Bloomberg.

Πρώτα απ' όλα, παρατηρεί το Bloomberg, δε γίνεται να υπάρχουν ανεύθυνοι οφειλέτες χωρίς να υπάρχουν ανεύθυνοι δανειστές. Το Δεκέμβριο του 2009, συνεχίζει το άρθρο, οι γερμανικές τράπεζες είχαν στα χέρια τους ομόλογα από την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, συνολικής αξίας 704 δισ. δολαρίων. “Με άλλα λόγια, δάνεισαν περισσότερα από όσα άντεχαν”, σχολιάζει το Bloomberg.

Όταν λοιπόν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισαν να διασώσουν τις προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης, συνεχίζει το Bloomberg, επέτρεψαν στις γερμανικές τράπεζες να φέρουν πίσω αυτά τα χρήματα. Επομένως, σώθηκαν τόσο οι γερμανικές τράπεζες, όσο και οι φορολογούμενοι που αλλιώς θα έπρεπε να υποστηρίξουν αυτές τις τράπεζες, αν τα χρέη δεν πληρώνονταν. Όμως, σε αντίθεση με τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, η διάσωση των γερμανικών τραπεζών συνέβη αυτόματα, ως λειτουργία της ίδιας της δομής της Ευρωζώνης.

Όπως επισημαίνει το Bloomberg, αν η Ελλάδα επαναδιαπραγματευόταν το χρέος της, οι απώλειες στις τράπεζες των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης θα μοιράζονταν αναλογικά και στη Γερμανία θα αναλογούσε το 28% των απωλειών.

Σύμφωνα με το άρθρο, είναι πάντως δύσκολο να υπολογιστεί το ποιο ακριβώς ήταν το όφελος της Γερμανίας από τα πακέτα διάσωσης των χρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης. Μία ένδειξη θα μπορούσε να είναι το πόσα χρήματα κατέληξαν από τις τράπεζες των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης στις τράπεζες της Γερμανίας, ποσό που με τις τελευταίες εκτιμήσεις υπολογίζεται στα 353 δισ. δολάρια (από το Δεκέμβριο του 2009 έως το τέλος του 2011). Συγκριτικά, το ποσό που έχει εισπράξει η Ελλάδα για τα πακέτα διάσωσής της υπολογίζεται γύρω στα 340 δισ. δολάρια.