Μόντι: Ήθελα να μην καταλήξει η Ιταλία σαν την Ελλάδα

“Ήθελα να μην καταλήξουμε σαν την Ελλάδα”. Με αυτή τη φράση συνοψίζει ο Μάριο Μόντι, πρωθυπουργός της Ιταλίας από το Νοέμβριο του 2011 μέχρι τον Απρίλιο του 2013, το κίνητρο που τον ώθησε να αποδεχθεί την πρόταση του προέδρου Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και να αναλάβει το πικρό ποτήρι της διαδοχής του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.

“Το κρίσιμο για μένα ήταν να αποφύγω την υπαγωγή στην τρόικα. Προτιμούσα να επωμιστώ εγώ το πολιτικό κόστος των δύσκολων αποφάσεων παρά να το μεταβιβάσω στην Ευρώπη και το ΔΝΤ, που οι Ιταλοί θα εκλάμβαναν ως δυνάμεις κατοχής”, δηλώνει ο Μόντι στην Καθημερινή. Επιπλέον, όπως παρατηρεί, “δεν υπήρχαν τα λεφτά για να σωθεί η Ιταλία, θα ήταν καταστροφή για την Ευρωζώνη”.

Ο ίδιος επισημαίνει πως πλέον η χώρα έχει επιστρέψει στη βιωσιμότητα, ενώ στέκεται με ιδιαίτερη περηφάνια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που προώθησε, χάρη στην οποία, παρά το υψηλό δημόσιο χρέος της Ιταλίας, ο συνδυασμός άμεσου και έμμεσου (συνταξιοδοτικού) χρέους “είναι ο δεύτερος χαμηλότερος στην ΕΕ”.

Γιατί τότε απορρίφθηκε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα από τους Ιταλούς ψηφοφόρους, οι οποίοι λίγο έλειψε να επανεκλέξουν τον Μπερλουσκόνι στην πρωθυπουργία; “Το κόμμα του οποίου ηγήθηκα δημιουργήθηκε 50 μέρες πριν από τις εκλογές. Δεν υπήρχαν χρήματα, ούτε οργανωτικές δομές. Επιπλέον, προωθούσαμε τέτοιες πολιτικές που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα προσέλκυαν ούτε μία ψήφο. Άρα το θεωρώ ένα μικρό θαύμα ότι πήραμε 3 εκατομμύρια - το 10% του εκλογικού σώματος”, παρατηρεί ο Μόντι. Αναγνωρίζει όμως επίσης την προεκλογική μαεστρία του Μπερλουσκόνι, που είχε υποσχεθεί στους Ιταλούς να τους επιστρέψει αναδρομικά έναν μισητό φόρο ακινήτων που είχε επιβάλλει η τεχνοκρατική κυβέρνηση, ακόμα κι αν χρειαζόταν να κάνει χρήση της προσωπικής του περιουσίας.

Όσο για την Ελλάδα, εκτιμά πως το μεγαλύτερο λάθος της Ευρώπης σε σχέση με τη χώρα μας ήταν ότι επέτρεψε στο πρόβλημα να αναπτυχθεί. Θυμάται από τα πρώτα χρόνια της Ευρωζώνης, όταν ήταν επίτροπος ότι είχαν γίνει επανειλημμένως απόπειρες να δοθούν αυξημένες αρμοδιότητες έρευνας στη Eurostat σε σχέση με τα δημοσιονομικά στατιστικά στοιχεία των κρατών-μελών, απόπειρες που υπονομεύθηκαν, όπως λέει, κυρίως από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Για την ίδια την περίοδο της κρίσης, σημειώνει ότι θα ήταν προτιμότερη μια “πιο υπομονετική προσέγγιση”, που θα “απαιτούσε δύσκολα μέτρα αλλά θα έδινε περισσότερο χρόνο για να επιτευχθούν οι στόχοι”.