Μύθοι και αλήθειες για τη σχέση του Hugo Boss με τους Ναζί και το στρατό – φύλακα του Χίτλερ

Μύθοι και αλήθειες για τη σχέση του Hugo Boss με τους Ναζί και το στρατό – φύλακα του Χίτλερ

Τα σκοτεινά σημεία της ιστορίας του διάσημου οίκου μόδας

Διαβάζοντας πρόσφατα ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, σταμάτησα σε μια πολύ δυνατή – κατά τη γνώμη μου- φράση του συγγραφέα που έλεγε ότι είναι άστοχο έως και επικίνδυνο να κρίνουμε τα ιστορικά γεγονότα με τους ηθικούς κώδικες του σήμερα. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι πάντα μπορούμε να διαχωρίσουμε κατά βάθος το κακό από το καλό (ακόμη και όταν δεν το κάνουμε). Η ιστορία του Hugo Boss ακροβατεί οριακά ανάμεσα σε αυτές τις δυο πεποιθήσεις (μου).

Γράφει η Λήδα Δεληγιάννη

Ο Hugo Boss είναι ένα εξέχον όνομα της βιομηχανίας της μόδας. Η ιστορία του, όμως, έχει και τα μελανά της, πολύ μελανά της σημεία, με όποιον ηθικό κώδικα και αν κριθεί.

Ο Hugo Ferdinand Boss γεννήθηκε στον Μέτζινγκεν της Γερμανίας το 1885. Ξεκίνησε να εργάζεται στο χώρο της μόδας.

Όμως, το επαγγελματικό του ξεκίνημα συνέπεσε με την εποχή του μεσοπολέμου σε μια κατεστραμμένη οικονομικά – και όχι μόνο- Γερμανία. Οι Γερμανοί δεν είχαν τα λεφτά να αγοράσουν τρόφιμα, πολλώ δε μάλλον να περάσουν από τη μπουτίκ του Hugo Boss. Έτσι, ο Boss δεν άργησε να χρεοκοπήσει.

Το μόνον που είχε στα χέρια του για να επιβιώσει οικονομικά ήταν 6 ραπτομηχανές και την τέχνη της ραπτικής. Ένας από τους ελάχιστους πελάτες του ήταν ένας έμπορος υφασμάτων ο Rudolf Born.

Ο Born προμήθευε το γερμανικό στρατό με υφάσματα. Ο Boss δεν έφτιαχνε τότε τα υψηλής ραπτικής σχέδια του οίκου που γνωρίζουμε σήμερα (ποιος θα τα έπαιρνε άλλωστε τέτοιες εποχές;) αλλά αδιάβροχα και ανθεκτικά αθλητικά ρούχα. Έτσι, ο Born σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να συστήσει τον Hugo για να ράβει πουκάμισα για έναν πολιτικό οργανισμό που τότε ονομαζόταν «Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα». Στην ιστορία το κόμμα αυτό θα έμενε γνωστό ως «οι Ναζί». Όμως τότε δεν ήταν ακόμη ιστορία – είμαστε ακόμη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 εξάλλου.

Ο χρεοκοπημένος ράφτης δεν είχε και πολλά να χάσει. Οπότε ξεκίνησε να ράβει τα σκουρόχρωμα πουκάμισα. Τα ανθεκτικά και λιτά σχέδια του Boss ήταν κάτι που ταίριαξε πολύ με κάποια κομμάτια της «φιλοσοφίας» των Ναζί. Έτσι, άρχισε να δέχεται όλο και περισσότερες παραγγελίες από το κόμμα. Λίγο πριν το 1930, οι Ναζί έδωσαν στη βιοτεχνία του Boss, όπως και σε κάποιους άλλους Γερμανούς ράφτες, τα πατρόν για τις στολές των στελεχών του, σε όλες τις κλίμακες του κρατικού μηχανισμού.
Οι Γερμανοί αστυνομικοί, στρατιώτες αλλά και ταχυδρόμοι φορούσαν τις στολές tailored by Hugo Boss. Και ο Boss είχε καταφέρει να ξεχρεώσει όλα όσα χρωστούσε στους δανειστές του.

Την 1η Απριλίου του 1931, ο Boss αποφάσισε να κάνει μια κίνηση που έδεσε για πάντα το όνομά του με τη μαύρη σελίδα της ιστορίας που ακούει στο όνομα «ναζισμός». Έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος. Δεν αρνήθηκε, επίσης, να τραβήξει και μια φωτογραφία μαζί με τον «Φύρερ».

Ως επιχειρηματίας κέρδισε πρόσβαση σε συμβόλαια ένδυσης όλων των σωμάτων των Ναζί. Ως πολίτης (που ασχολούνταν με το επιχειρείν) πίστευε κάτι που ήταν ευρύτατη πεποίθηση στους πολίτες της καταρρακωμένης από τις απαιτήσεις των Συμμάχων Γερμανίας: ότι ο Χίτλερ μπορούσε να ανορθώσει οικονομικά την κατεστραμμένη αυτή χώρα.

Το 1938 ο Hugo Boss υπέγραψε το συμβόλαιο του… λέοντος: να ράβει τις στολές των SS. Μέσα σε 2 χρόνια, ο τζίρος του πενταπλασιάστηκε.

Περίπου 250 ραπτομηχανές έκοβαν και… έραβαν για να ντύσουν το πολυμελέστατο στρατιωτικό σώμα των SS. Κάτι που πολλοί «χρεώνουν» στον Boss και δεν είναι ιστορικά ακριβές ήταν ότι ήταν ο εμπνευστής της τρομερής στολής των SS. Η στολή ήταν μια παραλλαγή της επίσημης πρωσικής στολής. Την είχε σχεδιάσει ένας αξιωματικός των Ναζί, ο Karl Diebitsch, με τη βοήθεια ενός σχεδιαστή ονόματι Walter Heck. Ο Boss πήρε το πατρόν από τους Ναζί (όπως και οι άλλοι ράφτες που έφτιαχναν στολές του γερμανικού στρατού) και έφτιαχνε τη στολή κατά την παραγγελία τους.

Ο πόλεμος σοβούσε στα πεδία της μάχης και αυτό σήμαινε ότι εργατικό δυναμικό δεν υπήρχε στη Γερμανία, όσοι μπορούσαν να εργαστούν, μπορούσαν και να πολεμήσουν και ήταν στα πεδία.

Έτσι, ο Hugo Boss έκανε κάτι που έκαναν κι άλλοι επιχειρηματίες της εποχής του (ένα μελανό σημείο σε ένα… διάστικτο μελανό τοπίο στην ιστορία της ναζιστικής Γερμανίας): πήρε εργαζόμενους από στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας να δουλέψουν ως ράφτες.

Το 1945, ο πόλεμος τελείωσε. Στις δίκες που ακολούθησαν με τα στελέχη των Ναζί να κάθονται στα εδώλια των δικαστηρίων, κατηγορούμενος υπήρξε και ο Hugo. Το δικαστήριο τον έκρινε ως «οπαδό» των Ναζί, δηλαδή μια κατηγορία πολύ ελαφρύτερη από αυτή του «στελέχους» των Ναζί. Του επεβλήθη βαρύτατο χρηματικό πρόστιμο, του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά του δικαιώματα και του απαγορεύτηκε οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα.

Έτσι, αποχώρησε από την εταιρεία του. Η εταιρεία ζούσε από τα κέρδη της προηγούμενης δεκαετίας. Ο Hugo Boss πέθανε τρία χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο, το 1948.

Την εταιρεία Hugo Boss ανέλαβε ο γαμπρός του, Eugen Holy και την κληρονόμησαν οι γιοι του Eugen, Jochen και Uwe.

Αυτοί ήταν που λανσάρισαν τη φιλοσοφία πίσω από το brand Hugo Boss, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή το ύφασμα στην υπηρεσία της λειτουργικότητας και του «προφίλ» του ρούχου.

Το brand κατοχυρώθηκε το 1977. Εν τω μεταξύ τα δυο αδέλφια είχαν κάνει συμβόλαια αλλά και χορηγίες ντύνοντας πιλότους και ομάδες της F1, όπως το Νίκι Λάουντα και την ομάδα της McLaren.

Το 1984 έκαναν την επιχειρηματική κίνηση που έκανε το brand γνωστό στο ευρύ κοινό παγκοσμίως: μπήκαν στην παραγωγή αρωμάτων. Ήταν τα πρώτα αρώματα που παρέπεμπαν σε υφές: το άρωμα πατσουλί με νότες κασμίρ κλπ, παραινώντας τους άνδρες να συνδυάζουν το άρωμά τους με την υφή του ρούχου τους.

  • Το 1989, ο οίκος παρουσίασε τα πρώτα γυαλιά ηλίου του.
  • Το 1991 εξαγοράστηκε κατά 77,5% από την ιαπωνική φίρμα υφασμάτων Marzotto, έναντι 165.000.000 δολαρίων.
  • Γυναικεία και παιδικά ρούχα με την υπογραφή του «Hugo Boss» brand λανσαρίστηκαν το 1997 και το 2008 αντίστοιχα.

Μετά από μια σειρά νομικών περιπετειών, ο οίκος συμφώνησε να «καθαρίσει» το όνομα του, διαχωρίζοντας τη θέση του από αυτή του ιδρυτή του στήνοντας ένα fund για την αποζημίωση των εν ζωή των επιζήσαντων των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας, το 1999.

Το αν ο Hugo Ferdinand Boss σκεφτόταν τω καιρώ εκείνω κάτι περισσότερο από το «εδώ και τώρα» οικονομικό του συμφέρον είναι άγνωστο. Πιθανότατα και όχι. Το ότι τα προϊόντα του brand Hugo Boss παραμένουν παρά τη βαριά τους «ιστορία» ψηλά στις προτιμήσεις του καταναλωτικού κάτι λέει… όχι για την ιδεολογία του Hugo Ferdinand βεβαίως, αλλά για τα ποιοτικά και στυλιστικά στάνταρ που εκπληρώνουν.