Πώς να πάνε όλα στραβά: Η πιο αποτυχημένη εμπορικά ταινία του Χόλιγουντ

Πώς να πάνε όλα στραβά: Η πιο αποτυχημένη εμπορικά ταινία του Χόλιγουντ

Καμία ταινία δεν έχει αποτύχει τόσο, όσο αυτή...

Η ιστορία του Χόλιγουντ είναι γεμάτη από λαμπερές, υπερεπιτυχημένες παραγωγές που έχουν μείνει ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου – όμως για κάθε μεγάλη χολιγουντιανή επιτυχία υπάρχει και τουλάχιστον μία τεράστια αποτυχία.

Πολλοί είναι οι παράγοντες που μπορούν να κρίνουν το αν μία ταινία είναι επιτυχημένη ή αποτυχημένη, από τις ερμηνείες των ηθοποιών, τις ικανότητες του σκηνοθέτη και τα βραβεία που θα αποσπάσει, μέχρι τον τρόπο με τον οποίο «πλασάρεται» στο κοινό. Όμως για τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ το μέτρο της επιτυχίας είναι ένα: αν τα έσοδα της ταινίας υπερκάλυψαν το κόστος παραγωγής της.

Αν λοιπόν αναζητήσουμε τις πιο επιτυχημένες ταινίες όλων των εποχών, το μυαλό μας πηγαίνει σχεδόν αυτόματα σε blockbusters όπως το Avatar, ο «Τιτανικός», η τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» κλπ. Πού θα μας βγάλει όμως ο δρόμος αν αναζητήσουμε την πιο αποτυχημένη εμπορικά ταινία όλων των εποχών; Ο δρόμος αυτός είναι μονόδρομος και καταλήγει στον «13ο Πολεμιστή».

Ο «13ος Πολεμιστής» (The 13th Warrior), που γυρίστηκε το 1999, θεωρητικά έχει όλα τα συστατικά που θα μπορούσαν να συνθέσουν ένα επιτυχημένο blockbuster: δυνατό καστ, με πρωταγωνιστές τους Αντόνιο Μπαντέρας και Ομάρ Σαρίφ. Σενάριο βασισμένο σε βιβλίο του υπερεπιτυχημένου συγγραφέα Michael Crichton. Μία συναρπαστική πλοκή στην οποία μπλέκονται Άραβες, Βίκινγκς, περιπέτεια και ένα εξίσου περιπετειώδες love story. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

Τελικά, όλα πήγαν στραβά. Η αρχική εκδοχή της ταινίας, με σκηνοθέτη τον Τζον Μακ Τίερναν, δεν τα πήγε καλά στις δοκιμαστικές προβολές της, και τότε ο Michael Crichton ανέλαβε να σκηνοθετήσει ο ίδιος την ταινία, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία της στους κινηματογράφους να καθυστερήσει κατά ένα χρόνο και πλέον. Η ταινία ουσιαστικά μονταρίστηκε από την αρχή, γυρίστηκε νέο τέλος, ενώ άλλαξε και η μουσική επένδυση. Και κάπως έτσι, το αρχικό budget του έργου, που υπολογιζόταν στα 85 εκατομμύρια δολάρια, εκτοξεύθηκε σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις ακόμα και στα 160 εκατομμύρια δολάρια (κάποιες πιο συντηρητικές εκτιμήσεις τοποθετούν το κόστος παραγωγής στα 100 εκατομμύρια δολάρια).

Και πάλι, βέβαια, θεωρητικά ο «13ος Πολεμιστής» θα μπορούσε να βγάλει τα λεφτά του και να καλύψει έστω το κόστος παραγωγής του. Όμως οι κριτικές δεν ήταν ιδιαίτερα καλές, με τους περισσότερους να κάνουν λόγο για μία ταινία ατμοσφαιρική και καλογυρισμένη, αλλά με πολύ αδύναμο σενάριο. Παράλληλα, έπεσε πάνω στο φαινόμενο της «6ης Αίσθησης», του επιτυχημένου θρίλερ του Μάικλ Νάιτ Σιάμαλαν που επίσης κυκλοφόρησε εκείνη την περίοδο και «έσπασε» τα ταμεία, με αποτέλεσμα και οι όποιες ελπίδες των παραγωγών να καλύψουν τη ζημιά τους να πάνε περίπατο.

Τελικά, το box office της ταινίας περιορίστηκε στα 61,7 εκατομμύρια δολάρια, με τις συνολικές εκτιμώμενες απώλειες για την παραγωγό Touchstone να κυμαίνονται, ανάλογα με το ποια εκδοχή ισχύει για το κόστος παραγωγής της, μεταξύ 69 και 129 εκατομμυρίων δολαρίων, Μάλιστα, αν το ποσό αυτό προσαρμοστεί σύμφωνα με τον πληθωρισμό, οι απώλειες αυτές κυμαίνονται από 99 έως και 185 εκατομμύρια δολάρια – ποτέ καμία άλλη ταινία δεν έχει φτάσει σε αυτά τα επίπεδα ζημιών, τουλάχιστον ως προς το χειρότερο δυνατό σενάριο, καθώς δεν είναι σαφές το πόσο κόστισε τελικά η ταινία, συμπεριλαμβανομένου και του κόστους προώθησής της.

Ήταν δε τέτοια η απογοήτευση του μεγάλου ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ από τα όσα έγιναν με αυτήν την ταινία, ώστε έκανε τέσσερα χρόνια να εμφανιστεί ξανά στον κινηματογράφο. Όπως δήλωσε ο ίδιος αργότερα:

«Μετά από τον μικρό μου ρόλο στον 13ο Πολεμιστή, είπα στον εαυτό μου: ας σταματήσουμε αυτές τις ανοησίες, αυτές τις δουλειές που κάνουμε μόνο επειδή πληρώνουν καλά. Σκέφτηκα, εκτός και αν βρω μία φοβερή ταινία που να αγαπώ και να με κάνει να θέλω να βγω από το σπίτι μου για να την κάνω, θα σταματήσω. Οι κακές ταινίες είναι πολύ ταπεινωτικές, πραγματικά αρρώστησα. Είναι τρομακτικό να πρέπει να παίζεις έναν διάλογο από κακά σενάρια, να αντιμετωπίζεις έναν σκηνοθέτη που δεν ξέρει τι κάνει, ένα έργο τόσο κακό που δεν αξίζει καν να το εξερευνήσεις».