Μανόλο Μπλάνικ, ο βασιλιάς του στυλ ξεκίνησε με παπούτσια για μεγάλες σαύρες

Μανόλο Μπλάνικ, ο βασιλιάς του στυλ ξεκίνησε με παπούτσια για μεγάλες σαύρες

Από τις φυτείες μπανάνας, στα μεγάλα σαλόνια του Χόλιγουντ

Μπορεί ο γάλλος σχεδιαστής παπουτσιών Roger Vivier να είναι ο πρώτος που με μια μολυβιά παραπάνω στα σχέδιά του χάρισε στο γυναικείο κοινό τις γόβες-στιλέτο (προς μεγάλη ικανοποίηση του αντρικού κοινού), αλλά ο Μανόλο Μπλάνικ είναι αυτός που τα τελειοποίησε και τους έδωσε ψυχή. Η βαρύτιμη υπογραφή του κορυφαίου «μάγου» των υποδημάτων είναι τόσο χαρακτηριστική που οι ψηλοτάκουνες γόβες του λόγω της φινέτσας και του θηλυκού ντιζάιν θεωρούνται μοναδικές και ύμνος στη γυναικεία κομψότητα.

Παπούτσια για... σαύρες

Ο Μπλάνικ, γιος ιδιοκτήτη φυτειών μπανάνας, μεγάλωσε σε ένα ήρεμο και άνετο περιβάλλον στις Κανάριες Νήσους στη Σάντα Κρουζ ντε Λα Πάλμα: μια λεπτομέρεια από την παιδική του ηλικία; Μικρός, σκαρφιζόταν παπούτσια για τα ιγκουάνα, κατασκεύαζε μικροσκοπικά παπουτσάκια για σαύρες από περιτυλίγματα από καραμέλες ... Η ισπανίδα μητέρα του Manuela ήταν δεινή αναγνώστρια περιοδικών μόδας και μανιώδης με τα ψώνια- αγόραζε μεγάλες ποσότητες ρούχων από τα ταξίδια της στο Παρίσι και στη Μαδρίτη. Σχεδίαζε μάλιστα μόνη της τα παπούτσια της με τη βοήθεια ενός ντόπιου τσαγκάρη.

Μετακόμισε στη Γενεύη σε ηλικία 15 ετών όπου ζούσε σε ένα συγγενικό του σπίτι. Εκεί αγάπησε το θέατρο, την όπερα και τα πολυτελή εστιατόρια. Ο μικρός Μανόλο, μέχρι να βρεθεί από τα άχαρα ποδαράκια μιας σαύρας μπροστά στα χαριτωμένα και κομψά κάτω άκρα μιας γυναίκας, έλιωσε αναμφίβολα πολλές σόλες. «Ήταν ένα μακρύ ταξίδι. Ο πατέρας μου θεώρησε ότι έπρεπε να σπουδάσω νομική, οπότε μπήκα στο πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσα το πρώτο εξάμηνο, αλλά δεν ήταν για μένα. Επομένως ζήτησα αν θα μπορούσα να μεταπηδήσω στη λογοτεχνία, αλλά ούτε κι αυτό απολάμβανα. Οπότε, πήρα την άδεια να σπουδάσω τέχνη και να βρω το δρόμο μου. Ήθελα να κάνω κάτι δημιουργικό, κάτι με τα χέρια μου», είχε πει σε συνέντευξη στο Harvard Business review.

Το 1965, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, μετακόμισε στο Παρίσι όπου έμεινε για πολλά χρόνια «και κάθε μέρα ήταν ένα πάρτι, αλλά η γαλλική νοοτροπία δεν ήταν για μένα», θα πει. Στο μεσοδιάστημα εργάστηκε και σε ένα αρκετά σικ κατάστημα, όπου είχε την τύχη να γνωρίσει την σχεδιάστρια κοσμημάτων Παλόμα Πικάσο, κόρη του κορυφαίου ισπανού ζωγράφου, και την ηθοποιό Anouk Aimée.

Με την ενθάρρυνση της Πικάσο, άφησε πίσω του το 1968 την Πόλη του φωτός για το Λονδίνο, με το όνειρο να σχεδιάζει σκηνικά για το θέατρο. Δούλεψε για ένα διάστημα και στη μπουτίκ «Zapata» και έγραφε για το περιοδικό L’Uomo Vogue, την αντρική έκδοση της Vogue.

Η ακόρεστη αναζήτησή του για δημιουργία- και μη έχοντας ακόμη ανακαλύψει την κλίση του-, τον οδήγησε στη Νέα Υόρκη.

Ο θρύλος γεννιέται

Το 1970, ο Μανόλο ήταν 28 ετών (γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1942) και βρέθηκε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού στη Νέα Υόρκη εκεί όπου άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά το brand που για τις επόμενες δεκαετίες θα αποτελούσε συνώνυμο της κομψότητας, του στιλ και της πολυτελούς ένδυσης. Η αρχή έγινε όταν έδειξε τα σχέδιά του για τα σκηνικά της παραγωγής «Όνειρο Θερινής Νύχτας» στην περίφημη Diana Vreeland, τότε αρχισυντάκτρια της Vogue, εκείνη τον προέτρεψε να σχεδιάζει μόνο παπούτσια. «Νεαρέ, σχεδίαζε πράγματα, σχεδίαζε αξεσουάρ, κάνε παπούτσια», ήταν τα καταλυτικά λόγια της ισχυρής γυναίκας της μόδας.

Από κείνη τη μέρα ο Μανόλο άρχισε επικεντρώνεται στο στόχο του, να επισκέπτεται εργοστάσια υποδημάτων, ακόμη και τσαγκάρηδες ώστε να μάθει την τέχνη τους. Δυο χρόνια αργότερα, τον συστήνουν στον Ossie Clark, έναν από τους πιο διακεκριμένους σχεδιαστές του Λονδίνου, ο οποίος του ζήτησε να σχεδιάσει τα παπούτσια για τη γυναικεία συλλογή του. Λανσάρει τα σχέδιά του και για άλλους σχεδιαστές, όπως οι Jean Muir και Zandra Rhodes, αγοράσει με δάνειο το Zapata και ανοίγει τη δική του μπουτίκ. Το 1977 τα παπούτσια του περνούν τα σύνορα και προωθούνται από το πολυκατάστημα Bloomingdales στις ΗΠΑ εγκαινιάζοντας εκεί άλλη μια μπουτίκ. Ήδη το άστρο του είχε αρχίσει να βρίσκει το δικό του δρόμο και να λάμπει εκθαμβωτικά, μέχρι την οριστική καθιέρωση ως ένας από τους trend setters στο χώρο της υπόδησης. «Γιατί παπούτσια; Γιατί έχουν από μόνα τους τη δική τους ζωή: τα έχεις στο πάτωμα, τα κοιτάς... Ένα φόρεμα, απλά το φοράς. Αγαπώ επίσης τον τρόπο που ένας άνθρωπος περπατάει μέσα στα παπούτσια, πώς διακοσμούν τα πόδια...», λέει.

Η ναυαρχίδα του Μπλάνικ, παραμένει μέχρι και σήμερα στην Old Church Street σε μια γειτονιά του Τσέλσι στο Λονδίνο που εκπέμπει μια βασιλική κομψότητα.

Ο «βασιλιάς του στιλέτο» είναι ο σχεδιαστής που αγαπούν οι γυναίκες. Όλες τον ξέρουν και εκείνος γνωρίζει την αδυναμία που τρέφουν για αυτόν και τις δημιουργίες του. Ο ίδιος βρίσκεται πίσω από κάθε σχέδιο της συλλογής του και πίσω από τις διαφημιστικές καμπάνιες που σίγουρα θυμίζουν έργα τέχνης. Το όνομα Μπλάνικ είναι συνώνυμο και των εξωφρενικών τιμών-μια γόβα μπορεί να κοστίζει π.χ. και 895,00 ευρώ.

Στην καριέρα των πέντε δεκαετιών έχει σχεδιάσει περισσότερα από 30.000 διαφορετικά στιλ παπουτσιών κερδίζοντας τις εντυπώσεις ακόμη και των πιο αυστηρών κριτών της μόδας. Η φήμη του εκτοξεύτηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Έχει συνδεθεί με την Μπιάνκα Τζάγκερ η οποία φορούσε τις ψηλοτάκουνες γόβες του όταν έκανε την ιστορική είσοδο στο περίφημο Studio 54 πάνω σε ένα λευκό άλογο. Η Κάιλι Μινόγκ τις φόρεσε για τη φωτογράφιση στο εξώφυλλο του άλμπουμ της το 2001 με το οποίο επανήλθε στη μουσική σκηνή. Η Μαντόνα, η Ούμα Θέρμαν, η Καρολίνα του Μονακό, η Ιζαμπέλ Ατζανί, η Γκουίνεθ Πάλτροου και η Κάρι Μπράντσο (ο ρόλος που υποδύεται η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ στο Sex and the City) η οποία θυσίαζε το ενοίκιο της για ένα ζευγάρι Manolo’s. Με την παραγωγή των «Manolos» να περιορίζεται στα 10.000 έως 15.000 ζεύγη ανά μήνα από τα τέσσερα εργοστάσια εκτός του Μιλάνου, η ζήτηση για αυτά τα παπούτσια εκτόξευσε την προσφορά. Στην απονομή των Οσκαρ οι γόβες του γίνονται ανάρπαστες. Άλλο πάθος του; Είναι μανιώδης σινεφίλ: «Αστειεύστε; Μπορώ να μην κοιμηθώ. Έχω μανία με τον ιταλικό, τον ισπανικό και τον γιαπωνέζικο κινηματογράφο».

Στα 74, ακόμα σχεδιάζει και συνεχίζει ακάθεκτος. «Ο θρύλος μου δεν είναι σημαντικό για μένα», λέει. «Θέλω να διασκεδάζω τώρα».