Ποιά ακίνητα προτιμούν οι αγοραστές στην Ελλάδα

Ποιά ακίνητα προτιμούν οι αγοραστές στην Ελλάδα

Τι δείχνει έρευνα της Ένωσης Μεσιτών Πιστοποιημένων Πραγματογνωμόνων Ελλάδας

Διαμερίσματα κατασκευής 1961-1980 βρέθηκαν στην κορυφή των προτιμήσεων των αγοραστών την τελευταία τριετία, ενώ τα νεόδμητα, δηλαδή αυτά που χτίστηκαν μετά το 2012 ήταν απειροελάχιστα, σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα της Ένωσης Μεσιτών Πιστοποιημένων Πραγματογνωμόνων Ελλάδας (ΕΠΠΑ).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, την περίοδο 2017-2019 πωλήθηκαν περί τα 60.000 ακίνητα κάθε είδους, με τα περισσότερα απ’ αυτά να είναι διαμερίσματα και μονοκατοικίες. Ειδικότερα, το 2017-2018 και τους πρώτους μήνες του 2019 πωλήθηκαν 34.454 διαμερίσματα και 5.414 μονοκατοικίες. Οικιστικά ακίνητα αφορούσε το 66,37% των συναλλαγών που έχουν καταγραφεί το ίδιο διάστημα, ενώ μόλις το 7,08% αφορούσε επαγγελματικά ακίνητα (εμπορικά καταστήματα, γραφεία κλπ).

Η συντριπτική πλειοψηφία των σπιτιών, ήταν παλαιότερα της δεκαετίας. Αυτό, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς οφείλεται σε δύο παράγοντες. Πρώτον, τα παλαιά σπίτια είναι πιο φθηνά και με χαμηλότερους φόρους και δεύτερον, τα νεόδμητα είναι ελάχιστα, καθώς η οικοδομή ήταν ουσιαστικά «παγωμένη» την τελευταία 10ετία.΄Ένα ακόμη στοιχείο που δείχνει ότι οι αγορές ήταν ιδιαίτερα προσεκτικές, είναι ότι σχεδόν 7 στα 10 ακίνητα που πουλήθηκαν, ήταν εμβαδού από 50 έως και 70 τμ.

Κερδίζουν έδαφος τα οικόπεδα

Στοιχείο-έκπληξη της έρευνας που δείχνει πως έρχεται και μια ανάταση της οικοδομής, είναι η αύξηση των αγοραπωλησιών οικοπέδων. Ειδικότερα, το 2017 πωλήθηκαν 2.586 οικόπεδα και αγροτεμάχια, ενώ το 2018 οι συναλλαγές έφθασαν τις 3.839. Του πρώτους μήνες του 2019 άλλαξαν χέρια περί τα 923 οικόπεδα.

Πρώτη στις αγοραπωλησίες η Αττική

Οι περισσότερες αγοραπωλησίες ακινήτων καταγράφηκαν στην Αττική. Ειδικότερα το 52,98% των συναλλαγών έγιναν στην Αθήνα και τα προάστια της. Ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία με 17,18% των αγοραπωλησιών και οι περιφέρειες Πελοποννήσου, Ανατολικής Μακεδονίας–Θράκης και Νοτίου Αιγαίου με 4,63%, 4,16% και 3,63% αντίστοιχα. Στην Ήπειρο καταγράφηκε μόλις το 1,18% των συναλλαγών.