Λιάκος: Δεν πρέπει να οπισθοχωρήσουμε σε παρωχημένες πρακτικές

Λιάκος: Δεν πρέπει να οπισθοχωρήσουμε σε παρωχημένες πρακτικές

Την πεποίθηση ότι οι τελευταίες αποφάσεις για το χρέος της Ελλάδας δίνουν στη χώρα «καθαρό διάδρομο μέχρι το τέλος του 2030», εξέφρασε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ

Την πεποίθηση ότι οι τελευταίες αποφάσεις για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δίνουν στη χώρα «καθαρό διάδρομο μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2030», εξέφρασε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Δημήτρης Λιάκος, μιλώντας από το βήμα του 3ου Thessaloniki Forum. 'Όπως είπε, μετά από πολλά χρόνια, το βασικό πρόβλημα (του χρέους) που αντιμετώπιζε η Ελλάδα «έχει φύγει από μπροστά μας και τώρα μπορούμε να επικεντρωθούμε στο κομμάτι της ανάπτυξης».

Σύμφωνα με τον κ. Λιάκο, η οικονομία ανακάμπτει με τρόπο ουσιαστικό, γεγονός που αποτυπώνεται σε μια σειρά από δείκτες κι επισήμανε την ανάγκη συνέχισης των μεταρρυθμίσεων κι αποφυγής της οπισθοχώρησης προς παρωχημένες πρακτικές, οι οποίες αποδείχτηκαν καταστροφικές στο παρελθόν.

Αναλυτικότερα, όπως τόνισε, η σημερινή περίοδος για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα προκλητική και ιστορική: «Έχουν περάσει τρεις μήνες από την ολοκλήρωση του τελευταίου προγράμματος που έκλεισε μια μακρά και δύσκολη περίοδο εξάρτησης, οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής. Σήμερα βρισκόμαστε σε νέο σημείο. Με σταθερά βήματα μπορούμε να περάσουμε στην επόμενη μέρα, διαμορφώνοντας, σταδιακά και με πρόγραμμα, συνθήκες κανονικότητας στην οικονομία, την κοινωνία, την εξωτερική πολιτική και το θεσμικό περιβάλλον».

Η ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας αποτυπώνεται μεταξύ άλλων, όπως ανέφερε, στους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τα πρωτογενή πλεονάσματα, τη σταθερή πτώση της ανεργίας, την αύξηση των εξαγωγών και τη βελτίωση του ψυχολογικού κλίματος. Πρόσθεσε ότι όλες αυτές οι εξελίξεις διαμορφώνουν ένα αλληλοτροφοδοτούμενο ανοδικό σπιράλ μακροοικονομικών δεικτών.

Ο κ. Λιάκος επισήμανε ακόμη ότι οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας κινητοποιούνται, δείχνοντας ξανά εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας και πρόσθεσε ότι η δίκαιη ανάπτυξη, με όρους εργασιακής ασφάλειας, περιβαλλοντικού σχεδιασμού και ίσων ευκαιριών προϋποθέτει τη διάχυση του οφέλους της μεγέθυνσης στα κοινωνικά στρώματα.

«Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η διάχυση αυτή σταδιακά και καθαρά καταγράφεται στους δείκτες για την ισότητα, τους μισθούς και το κατά κεφαλήν εισόδημα και στη σύνθεση της απασχόλησης. Τα παραπάνω υποστηρίζονται ακόμη από μεταρρυθμίσεις στη χωροταξική και πολεοδομική πολιτική, στην αδειοδότηση των επιχειρήσεων, στις στρατηγικές επενδύσεις, τις φορολογικές αρχές, τις δημόσιες συμβάσεις και την αγορά εργασίας».

«Δεν πρέπει να λοξοδρομήσουμε»

Διευκρίνισε ωστόσο ότι παρά τις βελτιώσεις που σημειώνονται, η κανονικότητα δεν είναι έννοια μονοσήμαντα οικονομική. «Δεν σημαίνει ότι αφήνοντας πίσω την εποχή των μνημονίων περνάμε φυσιολογικά και αυτόματα σε αυτό που λέμε κανονικότητα. Δεν πρέπει να επαναπαυτούμε, πρέπει να βάλουμε προτεραιότητες και η προσωπική μου γνώμη είναι ότι πρέπει να βάλουμε ως προτεραιότητα τις αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, τη δικαιοσύνη και τις τράπεζες. Δεν θα πρέπει να σταματήσουμε, πόσο δε μάλλον να λοξοδρομήσουμε, να οπισθοχωρήσουμε σε πρακτικές παρωχημένες και όπως αποδείχτηκε καταστροφικές στο παρελθόν».

«Οι πιο κρίσιμες ευρωεκλογές των τελευταίων 20 ετών»

Ο κ. Λιάκος αναφέρθηκε και στις ευρωεκλογές και χαρακτήρισε τις ευρωεκλογές του 2019 ως τις πιο κρίσιμες τις τελευταίας εικοσαετίας, επισημαίνοντας ότι η ξενοφοβία και οι ακραίες θέσεις βρίσκουν έρεισμα στην κοινωνική αναστάτωση από τις πολιτικές λιτότητας, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση της αδυναμίας εύρεσης κοινών κι οριστικών λύσεων για αντιμετώπιση μεταναστευτικού προβλήματος.

«Το 2019 είναι ένα έτος εκλογών και σε επίπεδο εθνικό», τόνισε και πρόσθεσε: «Οφείλουμε να διερωτηθούμε πάνω στο διακύβευμα για το μέλλον, πάνω στις αναγκαίες νέες διαρθρωτικές τομές και τις πιθανές εκλογικές συνεργασίες. Ειδικά για το τελευταίο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι θα το επιβάλει η νέα πραγματικότητα και αναφέρομαι στον εκλογικό νόμο».

Κατέληξε λέγοντας ότι, ως κορυφαία διαδικασία της δημοκρατίας, η συνταγματική αναθεώρηση προσφέρει υπό αυτή την έννοια μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για διάλογο και συγκλίσεις πάνω στα πλέον κρίσιμα ζητήματα, ενώ εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη για περισσότερη εθνική συναίνεση.