Εξαγωγές και κατανάλωση στηρίζουν την ελληνική οικονομία

Εξαγωγές και κατανάλωση στηρίζουν την ελληνική οικονομία

Καθοριστικό ρόλο παίζει και η αύξηση των αποθεμάτων που υποδηλώνει προσδοκίες για αύξηση της ζήτησης

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται το 2018, τόσο μέσω της ενδυνάμωσης που καταγράφεται στην εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών, όσο και μέσω της οικονομικής ανάκαμψης που σημειώνεται (αύξηση 2,2% σε ετήσια βάση που είναι και η μεγαλύτερη που αναφέρεται από το 2007). Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης κι επισημαίνει πως βασική κινητήρια δύναμη αναδεικνύονται οι εξαγωγές και η ιδιωτική κατανάλωση, ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει και η αύξηση των αποθεμάτων που υποδηλώνει προσδοκίες για αύξηση της ζήτησης.

Ειδικότερα, στη διάρκεια του α' εξαμήνου, όπως τονίζεται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, σημειώθηκε η δεύτερη μεγαλύτερη σε όγκο αύξηση των εξαγωγών αγαθών κι υπηρεσιών της τελευταίας δεκαετίας (8,7% έναντι 12,2% του 2015) με τις εξαγωγές αγαθών να αυξάνονται κατά 8,7% και τις εξαγωγές υπηρεσιών να ενισχύονται κατά 9%.

Επιπλέον, ως θετική εξέλιξη κρίνεται η αύξηση του όγκου της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,5% στο εξάμηνο (1% στο β' τρίμηνο) σε συνδυασμό με την αύξηση του όγκου λιανικών πωλήσεων κατά 1,7% και την αξιοσημείωτη άνοδο των εισαγωγών υπηρεσιών κατά 14,9% στο επτάμηνο.

Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα σημαντικές κρίνονται οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στο πεδίο της ανεργίας, αφού μειώθηκε για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο 2011, υποχωρώντας στο 19% (Ιούλιος 2018) και στο πεδίο του ΑΕΠ που για πρώτη φορά ο ρυθμός αύξησής του συνέκλινε με αυτόν της ΕΕ-19.

Στην ανάλυση επισημαίνεται ακόμη ότι η βελτίωση των εξαγωγών, η οποία συμπαρέσυρε και το σύνολο της οικονομίας, είναι αποτέλεσμα των συντονισμένων δράσεων της ελληνικής κυβέρνησης και του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

«Στο παρελθόν, πέρα από κάποιες αποσπασματικές και ατελέσφορες προσπάθειες ανάπτυξης των εξαγωγών και της προσέλκυσης επενδύσεων, δεν υπήρξε ποτέ κάποιο συνεκτικό σχέδιο δράσης, ενώ η έλλειψη επικοινωνίας, συνεργασίας και συντονισμού των εμπλεκόμενων δημόσιων φορέων, ήταν κάτι πέραν από εμφανής».