Τσακαλώτος: Άνοιξε ο δρόμος για δανεισμό από τις αγορές και επενδύσεις

Τσακαλώτος: Άνοιξε ο δρόμος για δανεισμό από τις αγορές και επενδύσεις

Ο ΥΠΟΙΚ ανέφερε ότι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα ενδεχομένως να επανεξεταστούν

Η Ελλάδα είναι σε θέση να αυτοχρηματοδοτεί το χρέος της μετά τα μέτρα ελάφρυνσης που συμφωνήθηκαν, είπε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σε δηλώσεις του στο Reuters, αναφέροντας ότι οι μακροπρόθεσμοι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα ενδεχομένως να επανεξεταστούν.

Ενόψει συναντήσεων που θα έχει την επόμενη εβδομάδα με επενδυτές στη Νέα Υόρκη και τη Βοστόνη, ο κ. Τσακαλώτος είπε, ότι η συμφωνία για το χρέος προσφέρει ένα καθαρό διάδρομο στους επενδυτές «είτε μιλάμε για ένα 10ετές ομόλογο ή για ξένες άμεσες επενδύσεις». Στις 21 Ιουνίου το Eurogroup αποφάσισε την μετάθεση κατά 10 έτη των πληρωμών κεφαλαίου και τόκων για δάνεια ύψους 96 δισ. ευρώ που έχει λάβει η χώρα στο πλαίσιο του δεύτερου μνημονίου και δεσμεύθηκαν ότι θα επανεξετάσουν αν χρειαστεί νέα ελάφρυνση χρέους το 2032. «Τους είχα πει, ότι όλα τα κομμάτια του παζλ θα ενωθούν στις 21 Ιουνίου και αυτό έγινε», είπε αναφερόμενος σε προηγούμενο ταξίδι του στις ΗΠΑ.

Ανέφερε ότι αυτά τα κομμάτια περιλαμβάνουν την αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης, την έγκαιρη ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης και τη συμφωνία με τους επίσημους δανειστές για ελάφρυνση του χρέους και την μεταμνημονιακή εποπτεία. Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο χρέος μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 180%. «Έχουμε όλα τα κομμάτια του παζλ για το χρέος και νομίζω ότι μπορεί να δώσουν την εμπιστοσύνη που χρειάζονται οι επενδυτές» είπε. «Θέλω να τους συναντήσω, να ακούσω τις απόψεις τους, να τους πω τις απόψεις μου, και γιατί θα πρέπει να είναι πολύ περισσότερο σίγουροι για την Ελλάδα μετά την 21η Αυγούστου, όταν θα έχουμε βγει από το πρόγραμμα», είπε στο Reuters.

Νωρίς για εκτιμήσεις περί επιπλέον ελάφρυνσης χρέους

Ερωτηθείς εάν η Ελλάδα θα χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση χρέους, για να διατηρήσει την πρόσβασή της στις αγορές και να εξυπηρετεί το χρέος της μακροπρόθεσμα, όπως ανέφερε το ΔΝΤ την περασμένη εβδομάδα, ο κ. Τσακαλώτος είπε, ότι είναι πολύ νωρίς για τόσο μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις. «Η υπόσχεση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης το 2017 να εξετάσουν το θέμα ξανά και να κάνουν περισσότερα, εάν χρειαστεί, αποτελεί ένα επιπλέον δίκτυ ασφαλείας», είπε.

Ο υπουργός Οικονομικών τόνισε, ότι «όπως έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα, με μια σοβαρή κυβερνητική πολιτική για διατηρήσιμη ανάπτυξη, τότε νομίζω ότι όλα οδηγούν σε βιωσιμότητα». Πρόσθεσε ότι ο στόχος της κυβέρνησης είναι να διαχειριστεί το χρέος, όχι μόνο μέσω μέτρων ελάφρυνσης, αλλά και μέσω αναπτυξιακών πολιτικών και μεταρρυθμίσεων, όπως η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και η εξυγίανση του δημόσιου τομέα.

Το Reuters επισημαίνει, ότι η Αθήνα έχει υπερβεί τον δημοσιονομικό της στόχο. Έχει δεσμευτεί όμως να επιτυγχάνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 έως το 2060, στόχοι που το ΔΝΤ έχει χαρακτηρίσει ως «πολύ φιλόδοξους» και «εξαιρετικά υψηλούς». Ο κ. Τσακαλώτος είπε, ότι και η κυβέρνηση και οι εταίροι ίσως επανεξετάσουν το ζήτημα στο μέλλον. «Εάν με ρωτάτε ως οικονομολόγο, το πρωτογενές πλεόνασμα είναι πολύ υψηλό» είπε και πρόσθεσε ότι «οι ευρωπαϊκές οικονομίες γενικά, έχουν ένα πλαίσιο που δίνει μεγάλη έμφαση στη δημοσιονομική πειθαρχία». Συμπλήρωσε δε, ότι «η ελληνική κυβέρνηση θα το εξετάσει και το ίδιο θα κάνουν και οι υπουργοί Οικονομικών, για να δουν αν η άποψη του ΔΝΤ είναι σωστή και αν υπάρχει πρόβλημα με την διατηρησιμότητα του (στόχος πλεονάσματος μακροπρόθεσμα)».

Η κυβέρνηση εκτιμά υπέρβαση του στόχου για 3,5% ξανά φέτος και διανομή κοινωνικού μερίσματος, σημειώνει το Reuters και προσθέτει ότι έως τα τέλη Ιουλίου η ομάδα του υπουργού θα υποβάλει τις προτάσεις της για το που θα διατεθεί το υπερπλεόνασμα. Ερωτηθείς ωστόσο, εάν θα προχωρήσει σε μείωση της φορολογίας, διαπίστωσε ότι ο καταμερισμός της φορολόγησης χρειάζεται επανεξέταση. Εξετάζεται επίσης το ενδεχόμενο μείωσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού. «Το πραγματικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ποιος πληρώνει αυτούς τους φόρους, σε αυτό επικεντρωνόμαστε, γι' αυτό είπα ότι σκεφτόμαστε ίσως να μειώσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές» είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε ότι «υπάρχουν ξεκάθαρα πολλοί αυτοαπασχολούμενοι και μικρές επιχειρήσεις, που έχουν πληγεί και από την αύξηση της φορολόγησης και από τις ασφαλιστικές εισφορές».