Στον Καναδά οι αποφάσεις για το χρέος και στις Βρυξέλλες η τελευταία δόση του 3ου Μνημονίου

Στον Καναδά οι αποφάσεις για το χρέος και στις Βρυξέλλες η τελευταία δόση του 3ου Μνημονίου

Μήνυμα για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στέλνουν στην Αθήνα οι δανειστές

Καθοριστικής σημασίας για το ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα θα έχουν οι συζητήσεις στο περιθώριο της Συνόδου των G7 που ξεκινά σήμερα στον Καναδά με στόχο να ληφθούν αποφάσεις για το ελληνικό χρέος. Είναι το τελευταίο προπύργιο πριν το θέμα φθάσει στη Σύνοδο στις 21 Ιουνίου που είναι κομβικό για μια συνολική συμφωνία σε όλα τα ζητήματα που είναι ανοιχτά: χρέος, τέταρτη αξιολόγηση και μεταμνημονιακό πρόγραμμα.

Τα τελευταία 24ωρα έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν στις Βρυξέλλες σενάρια για τη χορήγηση μεγαλύτερης δόσης άνω των 11,7 δις ευρώ στην Ελλάδα με την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης όπως προκύπτει από συνομιλίες που έχει η Αθήνα με ευρωπαίους αξιωματούχους που βρίσκονται σε αυτές τις αποφάσεις.

Το σενάριο της αυξημένης δόσης είναι μέσα στο πακέτο των προτάσεων που εξετάζονται στο πλαίσιο της τρικυμίας που επικρατεί στις αγορές των ομολόγων την οποία προκάλεσε η ιταλική πολιτική κρίση.

Είχε προηγηθεί και στο τελευταίο Eurogroup που πραγματοποιήθηκε στη Σόφια ένα νέο μασάζ από τους θεσμούς για την εφαρμογή προληπτικής πιστωτικής γραμμής από την Ελλάδα το οποίο δεν άρεσε στην Αθήνα θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα χρηματοδοτικό εργαλείο το οποίο δεν το έχει στην παρούσα φάση ανάγκη αλλά μετά από 1,5 χρόνο όπου θα πρέπει να υπάρξει ανανέωση δανείων που ωριμάζουν εκείνη την περίοδο.

«Αν δεν υπάρξει συμφωνία ως την ερχόμενη Δευτέρα, το ΔΝΤ πιθανότατα δεν θα πάρει καθόλου μέρος στο ελληνικό πρόγραμμα». ανέφεραν στο Reuters αξιωματούχοι που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις.

Αυτή τη στιγμή πάντως όλα σενάρια είναι ανοιχτά για τo μέγεθος της τελευταίας δόσης που θα λάβει η Ελλάδα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ( ΕΣΜ), στο πλαίσιο για μία συνολική συμφωνία  που θα επιδιωχθεί στη σύνοδο της 21ης Ιουνίου, όπου θα παρουσιαστεί και η έκθεση με τη νέα ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από τα ευρωπαϊκά όργανα.

Σύμφωνα με υψηλόβαθμη κυβερνητική πηγή μόνο με ένα ενισχυμένο «μαξιλάρι» ταμειακών διαθεσίμων που δεν θα φέρνει την κυβέρνηση αντιμέτωπη με ζητήματα ρευστότητας έως τους τελευταίους μήνες του 2019 ή αρχές του 2020, όπου ξεκινούν οι ανάγκες για νέο δανεισμό με σκοπό την ανανέωση δανείων που ωριμάζουν εκείνη την περίοδο. Έτσι το μέγεθος της τελευταίας δόσης θα είναι  με βάση τις υποχρεώσεις αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας τους επόμενους 18 με 20 μήνες «συν» ακόμη ένα ποσό το οποίο θα δώσει την δυνατότητα στην χώρα μας να μείνει μέσα στο λιμάνι και να μην βγει στην τρικυμία των αγορών που επικρατεί έξω αυτή την στιγμή.

Να σημειωθεί ότι τα κεφάλαια που θα μείνουν αδιάθετα από το τρίτο Πρόγραμμα που έχει εγκριθεί από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια ανέρχονται σε 27,4 δις,. ευρώ ενώ ανοικτή είναι η κουβέντα μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και θεσμών για το πώς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν πέραν της πρότασης για την εξόφληση των ακριβών δανείων που έχει χορηγήσει το ΔΝΤ στην Ελλάδα.

Η τελική εισήγηση για το ύψος των κονδυλίων που θα αναφέρει το «τσεκ» της επιταγής  θα γίνει από τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος μαζί με τους υπόλοιπους ευρωπαίους αξιωματούχους θα βρεθεί στη συζήτηση που θα γίνει για το ελληνικό θέμα στο περιθώριο της Συνόδου των υπουργών Οικονομικών των G7 στον Καναδά.

Οι αποφάσεις του Καναδά θα αποτυπωθούν στο επόμενο Eurogroup, που θα συνεδριάσει στις 21 Ιουνίου στο Λουξεμβούργο όπου οι θεσμοί θα παρουσιάσουν τη νέα ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η οποία θα αποτελέσει τη βάση για τον τελικό προσδιορισμό των μέτρων ελάφρυνσης. Στην σύνοδο του Ιουνίου θα ανακοινωθεί το μεταμνημονιακό πρόγραμμα εποπτείας που θα ενσωματώνει τις νέες δεσμεύσεις της Αθήνας ως το 2022. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν είναι το βασικό μότο των ευρωπαίων αξιωματούχων οι οποίοι θεωρούν ότι η Αθήνα πρέπει να συνεχίσει το πρόγραμμα των διαρθρωτικών αλλαγών για να πιάσει υψηλές ταχύτητες στην ανάπτυξη που θα τις επιτρέψει να καλύψει μέρος των απωλειών από την οικονομική κρίση.