Ποιος και γιατί μπορεί να διέταξε τη δηλητηρίαση του Σκρίπαλ

Ποιος και γιατί μπορεί να διέταξε τη δηλητηρίαση του Σκρίπαλ

Από «πάνω» η διαταγή για την επίθεση στον «προδότη», προς παραδειγματισμό των νεότερων

Ο πρώην διπλός πράκτορας από τη Ρωσία Σεργκέι Σκριπάλ και η κόρη του Γιούλια νοσηλέυονται από την προηγούμενη εβδομάδα σε νοσοκομείο της Αγγλίας, καθώς δέχθηκαν επίθεση με έναν σπάνιο νευροτοξικό παράγοντα, όπως το σαρίν, το ταμπούν ή ακόμα κι ο παράγοντας VX, που χρησιμοποιήθηκε στη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού του Κιμ Γιονγκ Ουν στο αεροδρόμιο της Κουάλα Λουμπούρ, τον Φεβρουάριο του 2017.

Κεντρική γραμμή των ερευνών των βρετανικών αρχών για την μυστυριώδη υπόθεση ενδεχόμενης δηλητηρίασης του Σκριπάλ είναι ότι Ρώσοι χρησιμοποίησαν μια μυστηριώδη ουσία για να δολοφονήσουν τον πρώην πράκτορα.

Γιατί τώρα;

Το μεγαλύτερο ερώτημα για τη δηλητηρίαση του Σεργκέι Σκρίπαλ αφορά τη χρονική στιγμή καθώς ο 66χρονος σήμερα Σκρίπαλ έμεινε αρκετά χρόνια σε ρωσικές φυλακές μετά την καταδίκη του για κατασκοπεία και είχε ανακριθεί εκτενώς από τα παλιά του αφεντικά. Έτσι, αν οι ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας ήθελαν να πάθει ένα «ατύχημα» εκείνες τις ημέρες, μπορούσαν να το οργανώσουν πολύ εύκολα.

Όμως, όπως γράφει ο Shaun Walker, ανταποκριτής της Guardian στη Μόσχα, η απόπειρα δολοφονίας την περασμένη Κυριακή στο Σάλσμπερι, αν πρόκειται για κάτι τέτοιο, φαίνεται λοιπόν να έχει διδακτικό χαρακτήρα. Το πιο πιθανό είναι ότι η ενέργεια αυτή έγινε για να δείξει πού μπορεί να οδηγήσει η συνεργασία με ξένες υπηρεσίες αντικατασκοπείας. Κάθε χρόνο, ανώτατοι ρώσοι αξιωματούχοι μιλούν για τις προσπάθειες της CIA να στρατολογήσει Ρώσους. Σε ένα βαθμό αυτό είναι προπαγάνδα για εγχώρια κατανάλωση, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες είναι ενεργές στη Ρωσία.

Η υπόθεση ότι έγινε με στόχο να συγκεντρωθούν ψήφοι ενόψει των προεδρικών εκλογών της μεθεπόμενης Κυριακής, 18 Μαρτίου, δεν ακούγεται πειστική. Πολλοί Ρώσοι συμφωνούν με την επιθετική εξωτερική πολιτική του Κρεμλίνου, αλλά είναι απίθανο η δολοφονία ενός πρώην κατασκόπου να μπορεί να εξάψει τα λαϊκά πάθη.

Ήθελαν να σκοτώσουν τον «προδότη»

Αν και τα ιδεολογικά κίνητρα για να προδώσει ένας Ρώσος τη χώρα του είναι σήμερα λιγότερα απ' ό,τι την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, οι δυτικές υπηρεσίες παρέχουν οικονομικά κίνητρα. Πολλοί πράκτορες, των οποίων οι προϊστάμενοι είναι διεφθαρμένοι, μπορεί να υποκύψουν στον πειρασμό να αποκαλύψουν μυστικά σε φιλικούς ξένους που τους προσφέρουν χρήματα.

Η δολοφονία λοιπόν ενός προδότη - ο Σκρίπαλ λειτούργησε ως διπλός πράκτορας Ρωσίας και Βρετανίας - μπορεί να λειτουργήσει ως προειδοποίηση σε νεότερους αξιωματούχους προκειμένου να μην ακολουθήσουν έναν τέτοιο δρόμο.

Ρώσοι αξιωματούχοι έχουν συχνά καταστήσει σαφές ότι οι προδότες αργά ή γρήγορα έχουν κακό τέλος. Δημόσιες απειλές, για παράδειγμα, είχαν εκτοξευθεί το 2010 εναντίον του αξιωματούχου της ρωσικής Υπηρεσίας Διεθνούς Αντικατασκοπείας (SVR) που πρόδωσε τους ρώσους πράκτορες οι οποίοι αντηλλάγησαν με τον Σκρίπαλ και άλλους.

«Ξέρουμε ποιος είναι και πού είναι», είπε τότε ένα υψηλό στέλεχος του Κρεμλίνου στην εφημερίδα Kommersant. «Μην έχετε καμιά αμφιβολία, τον έχει αναλάβει ήδη ένας Μερκαντέρ», πρόσθεσε, αναφερόμενος στον δολοφόνο που στρατολόγησε η KGB για να σκοτώσει τον Τρότσκι στο Μεξικό το 1940.

Από «πάνω» η διαταγή για την επίθεση

Παρά ταύτα, είναι ασυνήθιστο να τίθενται στο στόχαστρο κατάσκοποι ύστερα από ανταλλαγές. Μια εξήγηση είναι ότι ο Σκρίπαλ θεωρήθηκε πως συνέχισε να συνεργάζεται με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες. «Αυτό μέτρησε και στην περίπτωση του Λιτβινένκο», λέει ο Μαρκ Γκαλεότι, αναλυτής θεμάτων ασφαλείας.

Πολλές επιθέσεις εναντίον Ρώσων που ζουν στο εξωτερικό έχουν οικονομικά κίνητρα και δεν σχεδιάζονται απευθείας από το Κρεμλίνο. Τέτοιες περιπτώσεις είναι οι δολοφονίες του τραπεζίτη Γκερμάν Γκορμπουντσόφ στο Λονδίνο το 2012 και του ρώσου βουλευτή Ντένις Βορονένκοφ στο Κίεβο πέρυσι.

Η επίθεση κατά του Σκρίπαλ όμως φαίνεται να οργανώθηκε και να εγκρίθηκε από το ρωσικό κράτος. Και αν ληφθεί υπόψη ο θόρυβος που είχε προκαλέσει η δολοφονία του Αλεξάντερ Λιτβινένκο, οι μυστικές υπηρεσίες δεν θα διακινδύνευαν κάτι τέτοιο χωρίς την έγκριση σε ανώτατο επίπεδο.