Συνάντηση Τραμπ με Ερντογάν στον Λευκό Οίκο: «Είναι φίλος μου, θα αγοράσει αυτά που θέλει»

Συνάντηση Τραμπ με Ερντογάν στον Λευκό Οίκο: «Είναι φίλος μου, θα αγοράσει αυτά που θέλει»

«Ίσως αρθούν οι κυρώσεις στην Τουρκία»

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποσχέθηκε ότι η Τουρκία θα κάνει ότι της αναλογεί στο θέμα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, κατά τη συνάντησή του στον Λευκό Οίκο με τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ. Είπε επίσης ότι θα θέσει στις συνομιλίες που θα ακολουθήσουν και των θέμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και F-16.

«Θα κάνουμε ότι μας αναλογεί» δήλωσε μεταξύ άλλων ο Τούρκος πρόεδρος αναφερόμενος στο θέμα της Σχολής της Χάλκης, τονίζοντας ότι θα συζητήσει το θέμα με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. «Θα συζητήσω το θέμα όταν επιστρέψω με τον Βαρθολομαίο» δήλωσε μεταξύ άλλων ο Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον των δημοσιογράφων, λίγο πριν ξεκινήσει η κατ' ίδιαν συνάντηση των δύο προέδρων. Η απάντηση του Ντόναλντ Τραμπ σε αυτή τη δήλωση του Τούρκου ομολόγου του ήταν: «Η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία ήταν εδώ (σ.σ. στον Λευκό Οίκο) και θα ήθελαν πραγματικά να έχουν κάποια βοήθεια».

Ο Τούρκος πρόεδρος αναφέρθηκε και στο θέμα των μαχητικών F-35, από το πρόγραμμα των οποίων η Τουρκία αποβλήθηκε λόγω της αγοράς από τη Ρωσία του συστήματος αεράμυνας S-400, όπως και της προμήθειας νέων και εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου παλαιού στόλου των τουρκικών μαχητικών F-16: «Πιστεύω ότι σήμερα θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε διεξοδικά το θέμα των F-35 και F-16, καθώς και το θέμα της Halk Bank», της τουρκικής κρατικής τράπεζας που έχει δικαστικές εκκρεμότητες με την αμερικανική Δικαιοσύνη, κατηγορούμενη για παραβίαση των κυρώσεων προς το Ιράν.

Ερωτηθείς αν προτίθεται συμφωνήσει στην πώληση των F-35 στην Τουρκία, ο Ντόναλντ Τραμπ απάντησε : «Νομίζω ότι θα καταφέρει να αγοράσει ό,τι θέλει να αγοράσει». Όπως είπε, (Ο Ερντογάν) «χρειάζεται ορισμένα πράγματα και εμείς χρειαζόμαστε ορισμένα πράγματα και θα καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα. Θα το μάθετε μέχρι το τέλος της ημέρας».

Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε επίσης, απαντώντας και πάλι σε σχετική ερώτηση, ότι αν η συνάντηση με τον κ. Ερντογάν είναι καλή «μπορούμε να άρουμε αμέσως» τις κυρώσεις CAATSA, μετέδωσε το ΑΠΕ ΜΠΕ.

Υποδεχόμενος τον Ταγίπ Ερντογάν στο Οβάλ Γραφείο, ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε τον συνομιλητή του «σκληρό άνδρα», που «κάνει καλή δουλειά στη χώρα του», λέγοντας στη συνέχεια: «Έχουμε και οι δύο πολύ καλές σχέσεις. Τόσο το εμπόριο όσο και ο πόλεμος παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μας».

Τόνισε, ωστόσο, ότι θα ήθελε να δει την Τουρκία να σταματήσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου. Η Τουρκία, μαζί με την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, είναι οι κύριοι αγοραστές ρωσικού πετρελαίου. «Θα ήθελα να σταματήσει να αγοράζει πετρέλαιο από τη Ρωσία, όσο η Ρωσία συνεχίζει την έφοδο εναντίον της Ουκρανίας» είπε ο Τραμπ απευθυνόμενος στον Ερντογάν.

Ο Ντόναλντ Τραμπ παρατήρησε ακόμη ότι ο Ταγίπ Ερντογάν είναι «πολύ σεβαστός» τόσο από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, όσο και από τον πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι και «θα μπορούσε να ασκήσει μεγάλη επιρροή αν το ήθελε. Προς το παρόν, διατηρεί μια πολύ ουδέτερη στάση». «Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει είναι να μην αγοράζει πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία» προσέθεσε.

Αναφερόμενος στις εξελίξεις στη Συρία, θέμα που θέτει μετ' επιτάσεως η 'Αγκυρα, ζητώντας την ενσωμάτωση των υποστηριζόμενων από τις ΗΠΑ κουρδικών δυνάμεων στον συριακό στρατό και την υπαγωγή της de facto αυτόνομης κουρδικής διοίκησης υπό την εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης της Δαμασκού, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε λόγο για επιτυχία στη Συρία του προέδρου Ερντογάν, λέγοντας ότι «σίγουρα έχει λόγο», διευκρινίζοντας όμως παράλληλα ότι ανάλογα αιτήματα έχουν διατυπώσει και η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. «Μου είπαν να άρω τις κυρώσεις (σ.σ. στη Συρία) και τις ήρα. Ήθελα να τους δώσω την ευκαιρία να πάρουν ανάσα, αλλά ο πρόεδρος Ερντογάν είναι ένας από τους υπεύθυνους εδώ» σημείωσε.

Η επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Λευκό Οίκο είναι η πρώτη από το 2019, κατά την προηγούμενη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ, ενώ δεν είχε λάβει πρόσκληση κατά την προεδρία του Τζο Μπάιντεν.