Σάιμον ΜακΜπέρνι: Κάθε φορά νιώθω σαν να ξεκινάω από την αρχή

Σάιμον ΜακΜπέρνι: Κάθε φορά νιώθω σαν να ξεκινάω από την αρχή

Πρόκειται από τους επιδραστικότερους δημιουργούς στη σκηνή του παγκόσμιου θεάτρου

«Θα έπρεπε η προστασία του περιβάλλοντος να ενταχθεί σε ένα διεθνές νομοθετικό πλαίσιο με παγκόσμια ισχύ», δηλώνει ο διεθνούς κύρους Βρετανός σκηνοθέτης, δραματουργός και ιδρυτής της θρυλικής θεατρικής ομάδας Complicité, Σάιμον ΜακΜπέρνι, που τα τελευταία είκοσι χρόνια η ματιά του εστιάζει επίμονα σε πολιτικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά ζητήματα που ανακύπτουν μέσα από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τονίζοντας πως «τα εγκλήματα κατά του φυσικού περιβάλλοντος θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται σαν ένα είδος γενοκτονίας και όσοι εγκληματούν να θεωρούνται το ίδιο ένοχοι σε όλο τον κόσμο».

Από τους επιδραστικότερους δημιουργούς στη σκηνή του παγκόσμιου θεάτρου, ο Σάιμον ΜακΜπέρνι μίλησε στους Έλληνες δημοσιογράφους μέσω zoom, με αφορμή την παράσταση «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών» που ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση από 4 έως 7 Οκτωβρίου. Πρόκειται για το τελευταίο μιας σειράς έργων των Complicité που θίγουν με επιτακτικό τρόπο το ζήτημα της καταστροφής του πλανήτη. «Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβανόμαστε τις συνέπειες των πράξεων μας. Είμαστε μπροστά σε κάτι που μας υπερβαίνει και παραμένουμε υπερφίαλοι. Το φυσικό περιβάλλον λειτουργεί κάτω από ένα δικό του, περίπλοκο σύστημα και κατά συνέπεια απρόβλεπτο. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: η φύση θα τα καταφέρει, εμείς όχι. Γι' αυτό το μόνο που απομένει είναι να δείξουμε μετριοφροσύνη απέναντι σε αυτό το μεγαλείο και να συνειδητοποιήσουμε πως είμαστε μόνο ένα είδος μέσα σε ένα ζωικό βασίλειο» σημείωσε.

Επτά χρόνια μετά το αξέχαστο «The Encounter», ο Βρετανός σκηνοθέτης και η ομάδα Complicité παρουσιάζουν μια παράσταση-αποθέωση του σωματικού θεάτρου και της πολυφωνικής αφήγησης από ένα δεκαμελές ανσάμπλ βετεράνων και νέων ηθοποιών του είδους.

Η νέα παραγωγή της εμβληματικής ομάδας βασίζεται στο πολυμεταφρασμένο ομώνυμο μυθιστόρημα της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Όλγκα Τοκάρτσουκ και κινείται στα όρια του αστυνομικού θρίλερ και της μαύρης κωμωδίας. Για τον ΜακΜπέρνι πρόκειται για ένα «συναρπαστικό» και «ριζοσπαστικό» βιβλίο και γι' αυτό θέλησε να του δώσει θεατρική μορφή. «Τι μου άρεσε στο μυθιστόρημα της Όλγκα; Τα πάντα. Το σύμπαν που έχει δημιουργήσει. Η φωνή της ηρωίδας του με γοήτευσε. Είναι μια ιστορία ουσιαστική και παγκόσμια, γιατί δείχνει πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Όμως νομίζω ότι αυτό που μου κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν η δυνατότητα να μεταφέρω στη σκηνή τη φωνή μιας 66χρονης γυναίκας και να αφήσω όλα τα υπόλοιπα στοιχεία να βγουν μέσα από εκείνη» ανέφερε, σύμφωνα με το ΑΠΕ ΜΠΕ.

Όπως είπε ο ίδιος, δυσκολεύεται να διαχωρίσει τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα, γιατί ακόμη και η μυθοπλασία μιλάει αλληγορικά ή μεταφορικά για την πραγματικότητα. «Ακόμα και η Οδύσσεια είναι ένα μυθικό υλικό που, ωστόσο, μεταφέρει με βαθιά ψυχολογικό τρόπο όσα βιώνει ο άνθρωπος. Το βιβλίο της Τοκάρτσουκ αγγίζει την παγκόσμια πραγματικότητα. Απλώς, οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε συχνά να δούμε τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας κι αυτό είναι ένα όπλο για τις ηγεσίες: επενδύουν στην σύγχυση των πολιτών προκειμένου να μας πείσουν πως κάτι άλλο συμβαίνει. Αλλά, δεν υπάρχει κανένα άλλο debate πέραν από την κλιματική κρίση. Το μόνο διακύβευμα είναι το πόσο γρήγορα θα δράσουμε» σχολίασε.

Στην παράσταση, η κεντρική ηρωίδα Γιανίνα Ντουσέικο- μια ηλικιωμένη συνταξιούχος, οικολόγος, ερασιτέχνισσα αστρολόγος και ενθουσιώδης μεταφράστρια του Ουίλιαμ Μπλέικ, σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό της Πολωνίας, ισχυρίζεται πως οι φόνοι των γειτόνων της κυνηγών αποτελούν μια υπερβατική εκδίκηση της φύσης. «Τα θύματα της πλοκής είναι όλα άνδρες, ένας επιχειρηματίας, ένας σερίφης, ένας πολιτικός, ένας ιερέας- μέλη της τοπικής κυνηγετικής λέσχης. Σχηματίζουν μια αλυσίδα εξουσίας στην πατριαρχική κοινωνία όπου ζούμε, εκπροσωπώντας το καπιταλιστικό σύστημα που μας χειραγωγεί και μας έχει φέρει στην άκρη του γκρεμού. Κι από την άλλη, έχουμε την Γιανίνα, που είναι ένας φορέας ένωσης. Μια γυναίκα που όλοι θεωρούν τρελή σύμφωνα με τον δικό τους κώδικα, η οποία αναγνωρίζει το πόσο συνδεδεμένοι είμαστε με τη φύση και τα ζώα» είπε.

Ο Βρετανός σκηνοθέτης επισημαίνει πως ο κόσμος έχει δομηθεί πάνω σε μια πατριαρχική ιεραρχική αντίληψη, που μας αποσυνδέει από την ψυχή και το συναίσθημα. «Αυτή την ιδέα δεν την ενστερνίζονται, απαραίτητα, μόνο άνδρες. Βλέπουμε και γυναίκες που την έχουν ενστερνιστεί πλήρως, βλέπουμε και άνδρες που αντιστέκονται. Δεν πρέπει να καταφεύγουμε σε επιφανειακούς διαχωρισμούς, χρειάζεται όμως να αντισταθούμε. Δεν είναι μια "τρελή" 60άρα γυναίκα η Ντουσέικο, όπως την αντιλαμβάνεται η πατριαρχική κοινωνία στην οποία ζει. Είναι όμως αντισυμβατική στον τρόπο ζωής και στη σκέψη της. Προσπαθεί να βρει ένα νόημα στον κόσμο, να καταλάβει τη δομή ενός χαοτικού συστήματος που είναι απρόβλεπτο», δήλωσε ο ΜακΜπέρνι.

Φέτος η θεατρική ομάδα Complicité συμπληρώνει σαράντα χρόνια από την ίδρυσή της, έχοντας δουλέψει πάνω σε κλασικούς θεατρικούς συγγραφείς και σε μεταφορές λογοτεχνικών έργων, ενώ φημίζεται για την ελευθερία προσέγγισης των ιστοριών της και τη μετάδοσή τους στο κοινό με πολλαπλούς τρόπους. «Ποιο είναι το αποτύπωμά της ομάδας στην ιστορία του σύγχρονου θεάτρου;» τον ρωτάμε. «Ελπίζω όσο το δυνατόν πιο ελαφρύ», απαντά. «Κάθε φορά νιώθω σαν να ξεκινάω από την αρχή και αν έχουμε καταφέρει κάτι, είναι ότι αναπτύξαμε συνδέσεις ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο. Ενώσαμε ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων και υπόβαθρων. Άλλωστε, δεν πιστεύω σε αυτό που λέμε εθνική κουλτούρα. Δεν ξέρω τι εννοούν όσοι λένε, "είμαι Βρετανός". Ειδικά, πλέον, η Βρετανία είναι ο ασθενής της Ευρώπης. Είναι διασπασμένη, βίαιη, υπεροπτική, ξενοφοβική, χωρίς συμπόνια. Η ιδέα, δε, να κρατήσουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι παράλογη».

Όπως ανέφερε, στα 40 χρόνια ζωή της, η Complicité δεν έμεινε ποτέ στάσιμη, αλλά εξελισσόταν συνεχώς, αλλάζοντας την οπτική της στα πράγματα, χρησιμοποιώντας κλασικούς τρόπους αφήγησης και αξιοποιώντας σύγχρονα τεχνολογικά μέσα. «Ξέρουμε πως θ' αγγίξουμε τους λίγους αυτού του κόσμου. Αλλά, όπως μας έλεγε και ο Πίτερ Μπρουκ, η μόνη ερώτηση που χρειάζεται να κάνεις μετά από μία παράσταση είναι, αν ήταν ζωντανή. Και για να είναι ζωντανή χρειάζεται να την φροντίζουμε και να την τροφοδοτούμε συνεχώς, ώστε να επικοινωνεί με τον κόσμο. Γι' αυτό στην Αθήνα θα δείτε μια ανανεωμένη εκδοχή του έργου» πρόσθεσε.