Π.Ο.Υ: Ανοσία πάνω από 80% στις κοινότητες για να σταματήσει η μετάδοση του κορονοϊού

Π.Ο.Υ: Ανοσία πάνω από 80% στις κοινότητες για να σταματήσει η μετάδοση του κορονοϊού

Η πρόωρη χαλάρωση των μέτρων συνέβαλε στην αύξηση των κρουσμάτων και θανάτων παγκοσμίως

Η πρόωρη χαλάρωση των μέτρων συνέβαλε στην αύξηση των κρουσμάτων και θανάτων παγκοσμίως κατά τη διάρκεια του 2020 και στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2021, τόνισε ο επικεφαλής διαχείρισης της κρίσης του κορονοιού του Π.Ο.Υ Δρ. Μαικ Ραιαν, κατά την διάρκεια παρουσίασης των τελευταίων συνολικών δεδομένων της πανδημίας στην Παγκόσμια συνέλευση Υγείας που βρίσκεται σε εξέλιξη.

Υπογράμμισε πως είναι απολύτως κρίσιμο για τον πανδημικό έλεγχο του COVID-19 τις επόμενες εβδομάδες και τους μήνες να διατηρηθούν τα ισχυρά μέτρα δημόσιας υγείας και κοινωνικής προστασίας σε κάθε κοινότητα και να γίνει προσεκτική προσαρμογή τους βάσει της τοπικής επιδημιολογίας και των ικανοτήτων του υγειονομικού συστήματος.

Η ανοσία δεν έχει επιτευχθεί ακόμη

Ταυτόχρονα προκειμένου να διατηρηθεί η θετική επιδημιολογική πορεία θα πρέπει να καταβληθεί σημαντική προσπάθεια ώστε να αυξηθεί η κάλυψη του εμβολιασμού. Μάλιστα, όπως υπογράμμισε, οι τελευταίες εκτιμήσεις δείχνουν ότι θα πρέπει πάνω από το 80% των κοινοτήτων να έχουν ανοσία για να σταματήσει η μετάδοση. Ωστόσο, δεδομένα από ορολογικές μελέτες σε όλο τον κόσμο δείχνουν ότι καμία χώρα δεν έχει αποκτήσει μέχρι στιγμής αυτό το επίπεδο φυσικής ανοσίας, ακόμη και χώρες που έχουν παρουσιάσει υψηλά κρούσματα και θανάτους. Είναι λοιπόν σαφές, όπως είπε, ότι ένα σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού παραμένει ευαίσθητο σε μολύνσεις, όπως αναφέρει η ΕΡΤ.

Οι παράγοντες κινδύνου

Ο ίδιος επεσήμανε παράλληλα πως καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020, η πανδημία COVID-19 εξαπλώθηκε ραγδαία σε όλο τον κόσμο πλήττοντας σοβαρά όλες τις χώρες «και καμία, μα καμία οικογένεια, και κοινότητα δεν έμεινε αλώβητη από τις άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις της. Μέχρι στιγμής όπως ανέφερε, έχουν καταγραφεί 166.860.081 κρούσματα και 3.459.996 θάνατοι παγκοσμίως. Στα τέλη του 2020 και έως το 2021, παρατηρήθηκαν προοδευτικές κορυφώσεις κρουσμάτων στην Αφρική, την Αμερική, την Ευρώπη, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Νοτιοανατολική Ασία και τον Δυτικό Ειρηνικός, που τροφοδοτήθηκαν από έναν συνδυασμό παραγόντων όπως η αυξημένη κοινωνική ανάμιξη και κινητικότητα, η χαλάρωση των μέτρων, η εμφάνιση πιο μεταδοτικών παραλλαγών και η μη δίκαιη κατανομή των εμβολίων. Οι πρόσφατες μάλιστα κορυφώσεις άσκησαν τεράστια πίεση στα ήδη επιβαρυμένα συστήματα υγείας και οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας είδαν τα νοσοκομεία και τις ΜΕΘ να γεμίζουν και να ασφυκτιούν.

Ωστόσο σύμφωνα με τον Μαικ Ραίαν οι τελευταίες εβδομάδες έδειξαν μια συνολική μείωση των αναφερόμενων κρουσμάτων, με την παγκόσμια κατάσταση όμως να παραμένει εύθραυστη και ευμετάβλητη με σημαντικές εξάρσεις σε όλες τις περιοχές του κόσμου.

Τα χαρακτηριστικά των λοιμώξεων

Όσον αφορά την σοβαρότητα της νόσου, αυτή όπως εξήγησε, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ηλικία και την παρουσία υποκείμενων νόσων. Έτσι η εξέλιξη της ασθένειας μεταξύ των συμπτωματικών ασθενών ήταν κατά 40% ήπια, ένα επίσης 40% μέτρια, 15% σοβαρή και 5% βαριά. Αυτές οι εκτιμήσεις παρέμειναν αρκετά συνεπείς σε όλες τις χώρες και σε όλη την πανδημία. Η συνολική θνησιμότητα μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου, καθώς βελτιώθηκε η κλινική περίθαλψη, έγινε χρήση οξυγόνου και δεξαμεθαζόνης με αποτέλεσμα μόνο το 16% των σοβαρά και βαριά ασθενών να καταλήγει σήμερα σε θάνατο, όταν την πρώτη περίοδο της πανδημίας έφθανε το 40%. Επιπρόσθετα, ορισμένοι ασθενείς εμφάνισαν «Μακρά COVID» μετά από οξεία ασθένεια, με ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων να έχουν αναφερθεί. Αν και ο επιπολασμός δεν είναι ακόμη καλά κατανοητός, ορισμένες μελέτες υποδηλώνουν ότι 1 στις 10 περιπτώσεις μπορεί να εμφανίσει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.

Επιπλέον σε σχέση με τα εμβόλια κατά της COVID-19 σημείωσε πως μειώνουν σημαντικά τις σοβαρές ασθένειες και τους θανάτους σε χώρες που έχουν πρόσβαση σε αυτά, αλλά η κατανομή τους είναι άνιση και άδικη και κατά συνέπεια υπάρχουν χώρες που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση και θεωρείται σχεδόν απίθανο ότι πολλές από αυτές θα επιτύχουν σύντομα τα πολύ υψηλά επίπεδα ανοσίας που απαιτούνται για τον έλεγχο της μετάδοσης.