Moderna: Αποτελεσματικό 100% το εμβόλιο κατά του κορονοϊού σε παιδιά και εφήβους 12-17 ετών

Moderna: Αποτελεσματικό 100% το εμβόλιο κατά του κορονοϊού σε παιδιά και εφήβους 12-17 ετών

«Δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα ανησυχίες για την ασφάλεια του», δήλωσε η εταιρεία.

Έτοιμη να μπει και ακόμα νεαρότερες ηλικίας είναι η Moderna με το εμβόλιό της κατά του κορονοϊού. Όπως δηλώθηκε από την εταιρεία είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό σε παιδιά ηλικίας 12 έως 17 ετών και στο πλαίσιο αυτό σχεδιάζει τον Ιούνιο να υποβάλει αίτηση στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για έγκριση χρήσης και στους εφήβους.

Όπως μετέδωσε ο ΣΚΑΪ, εάν εγκριθεί, το εμβόλιο της Moderna θα γίνει το δεύτερο εμβόλιο κατά της Covid-19 που θα είναι διαθέσιμο στους εφήβους των ΗΠΑ, δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές ενέκριναν πριν λίγες ημέρες το εμβόλιο των Pfizer-BioNTech για παιδιά ηλικίας 12 έως 15 ετών.

Σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times, τα αποτελέσματα της Moderna, τα οποία ανακοίνωσε η εταιρεία, βασίζονται σε μια κλινική δοκιμή στην οποία συμμετείχαν 3.732 άτομα ηλικίας 12 έως 17 ετών, εκ των οποίων τα 2/3 έλαβαν δύο δόσεις του εμβολίου. «Δεν υπήρξαν περιπτώσεις συμπτωματικού Covid-19 σε πλήρως εμβολιασμένους εφήβους», ανέφερε η εταιρεία. Αυτό μεταφράζεται σε αποτελεσματικότητα 100%, το ίδιο ποσοστό που ανέφεραν και οι Pfizer και BioNTech στη δική τους δοκιμη σε παιδιά ηλικίας 12 έως 15 ετών.

Η Moderna ανέφερε επίσης ότι μία και μόνο δόση του εμβολίου της είχε 93% αποτελεσματικότητα κατά της συμπτωματικής νόσου. «Οι περιπτώσεις μολύνσεων που εμφανίστηκαν μεταξύ των δύο δόσεων ήταν ήπιες, κάτι που αποτελεί επίσης έναν καλό δείκτη προστασίας έναντι της ασθένειας», δήλωσε η Saskia Popescu, επιδημιολόγος μολυσματικών ασθενειών στο Πανεπιστήμιο George Mason.

Σε ό,τι αφορά στις παρενέργειες ήταν αντίστοιχες με αυτές που έχουν αναφερθεί σε ενήλικες: πόνος στο σημείο της ένεσης, κεφαλαλγία, κόπωση, μυϊκός πόνος και ρίγη. «Δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα ανησυχίες για την ασφάλεια του», δήλωσε η εταιρεία.

Τέλος, σημειώνεται ότι οι έφηβοι που συμμετείχαν στη μελέτη θα παρακολουθούνται για ένα χρόνο μετά τη δεύτερη δόση τους.